Υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας αλλά και άνθρωποι πανελληνίως γνωστοί στον χώρο των ΜΜΕ ήρθαν αντιμέτωποι στις αίθουσες των δικαστηρίων με αφορμή ένα δημοσίευμα.
Ένας δημοσιογράφος και ένας διευθυντής σύνταξης σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου τιμωρήθηκαν με ποινή φυλάκισης 16 μηνών με αναστολή για την πράξη της δυσφήμισης ενώ άλλοι τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Όλα ξεκίνησαν πριν από περίπου δύο χρόνια όταν σε αθηναϊκή εφημερίδα δημοσιεύτηκε επιστολή -υπογεγραμμένη από ανύπαρκτο όπως αποδείχθηκε επιστολογράφο -με αποδέκτες ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., σύμφωνα με το δημοσίευμα. Σ΄ αυτή αναφέρονταν περιπτώσεις σχέσεων και συνεργασιών μεταξύ αστυνομικών που έφεραν και ανακατατάξεις στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρισας. Η επιστολή έφτασε στα χέρια του δημοσιογράφου που έκανε σχετικό δημοσίευμα. Αυτό αναφερόταν κυρίως – βάσει της επιστολής- σε τρία πρόσωπα, με τα αρχικά των ονοματεπώνυμων τους, οι οποίοι εκ των υστέρων κινήθηκαν δικαστικά εναντίον πέντε συνολικά ατόμων. Εναντίον του δημοσιογράφου που υπέγραψε με ψευδώνυμο, του εκδότη, του γενικού διευθυντή μέσων, του διευθυντή σύνταξης και του αρχισυντάκτη. Η κατηγορία που αντιμετώπιζαν ήταν η συκοφαντική δυσφήμιση δια του Τύπου από κοινού κατά συρροή.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ένας εκ των μηνυτών -υψηλόβαθμό στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ στη Λάρισα- που είχε τον βασικό ρόλο στην επιστολή, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, τόνισε μεταξύ άλλων :
«Το δημοσίευμα έγινε ενόψει των κρίσεων.
…Ο δημοσιογράφος για μένα έπρεπε να ελέγξει την ακρίβεια των όσων αναφέρονται στην επιστολή. Είναι απαραίτητο.
… Έπρεπε να δείξουν την ανάλογη προσοχή. Δεν έγινε δημοσιογραφική έρευνα. Εμένα δεν με ρώτησαν τίποτα. Όλα όσα ανέφεραν στο κείμενο τα πήραν από την επιστολή. Ό,τι άλλο έμαθαν, το έμαθαν εκ των υστέρων. Τότε όμως που έπρεπε να κάνουν την έρευνα δεν την έκαναν. Γνωρίζουν πως είναι ψέμα.
… Δημιούργησαν πρόβλημα. Σε μένα, σε συναδέλφους στην υπηρεσία».
…Στην αστυνομία δεν υπάρχουν δεξιά χέρια και κλίκες. Υπάρχουν μόνο άξιοι συνεργάτες και αξιοποίηση με τον καλύτερο τρόπο».
Ερωτώμενος από την εισαγγελέα της έδρας, για το αν γενικά, τέτοιου είδους σχέσεις που αναφέρονται στην επιστολή μπορεί να επηρεάσουν την υπηρεσία, ενδιαφέρουν το αναγνωστικό κοινό απάντησε πως «ναι ενδιαφέρουν. Αλλά όταν υφίστανται και γίνεται έρευνα επ’ αυτού για το αν είναι αλήθεια».
Επίσης ανέφερε πως οι τίτλοι που χρησιμοποιήθηκαν δεν έχουν καμία σχέση με την επιστολή και πως δεν αναφέρονται πουθενά μέσα σε αυτή. Υπογράμμισε πως το εν λόγω δημοσίευμα αναδημοσιεύτηκε ηλεκτρονικά και από άλλα μέσα και πως εξακολουθεί να υπάρχει.
«Το δημοσίευμα έγινε για να μην παραμείνω στο Σώμα. Έγινε για να επιλεγώ από το συμβούλιο πως δεν χρειάζομαι πλέον. Σε μια μορφή πυραμίδας δεν μπορούμε να φτάσουμε όλοι επάνω. Έψαχναν κάτι για να με ρίξουν» κατέληξε.
Από την πλευρά τους τα άλλα δύο πρόσωπα που αναφέρονται στην επιστολή με αρχικά, υπογράμμισαν πως δεν στέκουν όσα αναφέρει η επιστολή.
ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο πρώτος κατηγορούμενος, δημοσιογράφος ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Αξιωματούχος του Δημόσιας Τάξης μου παρέδωσε την επιστολή.
…Μου αρκούσε η πηγή που μου έδωσε την επιστολή. Είναι σοβαρή πηγή και διέκρινα έναν φόβο συγκάλυψης. Η επιστολή είναι αληθής και αξιόπιστη με βάση την έρευνά μου.
… Είδα μια προκατάληψη στην εισαγγελέα για το ποιος είμαι.
… Έφτυσα αίμα για να γίνω μέλος στην ΕΣΗΕΑ.
…Η εφημερίδα έκανε ένα μεγάλο λάθος που δεν επανήλθε στο θέμα και το άφησε να εξελιχθεί δικαστικά.
… Τηλεφώνησα στην Αστυνομία (σ.σ. σε ένα πρόσωπο που αναφέρεται στην επιστολή) αλλά δεν μου απάντησε.
… Εγώ είμαι ξεκάθαρος. Δεν κάνω ΕΔΕ ούτε δικαστήριο. Εγώ είμαι δημοσιογράφος» κατέληξε.
Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ – Η ΑΠΟΦΑΣΗ
Η εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την ενοχή του δημοσιογράφου, του αρχισυντάκτη και του διευθυντή σύνταξης και την απαλλαγή των άλλων δύο. «Όποιος δημοσιογράφος θέλει να αναδείξει σοβαρή δουλειά πρέπει να βάζει το όνομά του και όχι ψευδώνυμο.
Επίσης ο δημοσιογράφος δεν έγραψε στο ρεπορτάζ πως ο επιστολογράφος υπέγραψε με ανύπαρκτο όνομα. Αν το γνώριζε ο αναγνώστης μπορεί να πετούσε την εφημερίδα στα σκουπίδια…» είπε μεταξύ άλλων.
Ο δημοσιογράφος και ο διευθυντής σύνταξης κρίθηκαν ένοχοι από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας για την πράξη της απλής δυσφήμησης (μετατράπηκε από συκοφαντική) κατ’ ιδέα συρροή. Τιμωρήθηκαν με συνολική ποινή φυλάκισης 16 μηνών με τριετή αναστολή. Αθώοι κρίθηκαν οι άλλοι τρεις.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ