Ο ένας εκ των τριών δραστών συνελήφθη και καταδικάστηκε από το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων σε κάθειρξη 12 ετών. Ωστόσο τα ψυχολογικά τραύματα που δημιουργήθηκαν στα μέλη της οικογένειας και ειδικά στα παιδιά, είναι βαθιά και σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζονται πολύ χρόνο για να επουλωθούν.
Το περιστατικό συνέβη στον Βόλο. Μια νύχτα του καλοκαιριού του 2015 όταν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τρεις άνδρες φορώντας κάλτσες στα κεφάλια παραβιάζουν το παράθυρο ενός σπιτιού. Ακινητοποιούν την 44χρονη μητέρα και τα δύο ανήλικα παιδιά της, δένοντας τα χέρια τους με μονωτική ταινία.
«Ξαφνικά γύρω στις 2.30 τη νύχτα αντιλαμβάνομαι την παρουσία δύο ατόμων στο δωμάτιό μου και έντρομη ξυπνάω» περιγράφει η μητέρα στην ένορκη εξέτασή της. «Μπήκαν από ένα παράθυρο σαλονιού του ισογείου το πατζούρι του οποίου ήταν ανοιχτό. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν ένα κατσαβίδι για να παραβιάσουν το κλειστό τζάμι».
Τους απειλούν με επικείμενο κίνδυνο ζωής σύμφωνα με το κατηγορητήριο αλλά και την περιγραφή της μητέρας: «Ο ένας από αυτούς έρχεται στο μέρος και βάζει ένα αντικείμενο στο κεφάλι μου χωρίς όμως να καταλάβω τι ακριβώς ήταν. Μου λέει απειλητικά να μην φωνάξω γιατί κινδυνεύουν τα παιδιά μου και πως έχει πιστόλι μαζί του. Μου ζητάει να μην αντιδράσω και να μην κάνω καμία κίνηση. Με σηκώνουν από το κρεβάτι μου και ένας από αυτούς έδεσε με μονωτική ταινία τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου. Φορούσαν κάλτσες μαύρες στα κεφάλια και γάντια στα χέρια».
«ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΥΝΕΧΩΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΟΜΗΡΙΑ ΤΟΥΣ»
Τότε αρχίζουν να της ζητάνε λεφτά και τονίζει στην κατάθεσή της: «Ο ένας αρχίζει να μου λέει πως έχει μάθει από τραπεζίτη ότι είχα κάνει ανάληψη 45 χιλιάδες ευρώ και πως τα έχω κρυμμένα στο σπίτι. Του λέω επίμονα πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο» όμως αρχίζουν να γίνονται πιο πιεστικοί «μου λένε πως έχουν συνεργούς γύρω από το σπίτι και πως δεν ήρθαν τυχαία από τόσο μακριά».
Η άτυχη γυναίκα, τους λέει για μια τσάντα που έχει ένα μικρότερο ποσό περίπου 1.000 ευρώ. Ψάχνουν και βρίσκουν τρεις χρυσές λίρες, δύο κολιέ αξίας 1.000 ευρώ και ένα κινητό. «Στη συνέχεια με τη βία πάλι με οδηγούν στο υπόγειο του σπιτιού όπου συνέχιζαν να ψάχνουν για κάτι περισσότερο. Ψάχνουν και στις αποθήκες. Εκείνη την ώρα ξύπνησε ο γιος μου, τον ακινητοποίησαν και τον έδεσαν με μονωτική ταινία τα χέρια πίσω από την πλάτη. Μας οδήγησαν στο δωμάτιο που κοιμόταν και η κόρη μου και μας έβαλαν όλους μαζί σε αυτό και μας φυλούσε ένα άτομο».
Η μητέρα προσπαθούσε να ηρεμήσει τα δύο ανήλικα παιδιά της. «Ήταν ιδιαίτερα φοβισμένα και τρομαγμένα όμως» λέει: «στο σπίτι παρέμειναν περίπου 2,5 ώρες όπου ήμασταν συνεχώς υπό την ομηρία τους».
Οι ληστές αφού τελείωσαν την έρευνα, παίρνουν και το αυτοκίνητο της οικογένειας και εξαφανίζονται. «Η κόρη μου με το που έφυγαν μου λύνει τα χέρια και μετά λύνει και τα χέρια του γιού μου».
Μια ημέρα αργότερα βρίσκεται το αυτοκίνητο στην περιοχή της Λάρισας.
Ένα χρόνο αργότερα η Ασφάλεια της Μαγνησίας συλλαμβάνει στη Λάρισα, έναν 25χρονο αλλοδαπό που ζούσε σε χωριό του νομού Λάρισας και προφυλακίζεται.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τον ρόλο που του αποδιδόταν στις κατηγορίες και τόνισε πως αυτός βρισκόταν έξω από το σπίτι. Ωστόσο η μητέρα – παθούσα στάθηκε στον σωματότυπο του κατηγορουμένου.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν οι περιγραφές της μητέρας για την ψυχολογική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα μέλη της οικογένειας μετά από αυτήν την τραγική εμπειρία που έζησαν. Το χαρακτήρισε ως ένα βαθύ ψυχολογικό τραύμα για τα παιδιά που ακόμα και τώρα δεν θέλουν να πάνε στο σπίτι.
Ο 26χρονος κρίθηκε ένοχος για την πράξη της ληστείας από κοινού από δράστες που είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης 12 ετών ενώ του επιβλήθηκε η αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για 5 χρόνια. Το δικαστήριο απεφάνθη όπως η έφεση που άσκησε να έχει αναστέλλουσα δύναμη με περιοριστικούς όρους. Μεταξύ αυτών και η καταβολή εγγύησης 15.000 ευρώ εντός ενός μηνός. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως εάν καταβάλλει τα χρήματα μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τότε αποφυλακίζεται έως την εκδίκαση τουλάχιστον της υπόθεσης από το Δευτεροβάθμιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ