μιλώντας χθες σε εκδήλωση της ΚΟΒ Εκπαιδευτικών Λάρισας.
«Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει σήμερα καμία πολιτική δύναμη, κανένα κόμμα που να μην ασχολείται και να μην περιγράφει τα σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν στο ευαίσθητο αυτό ζήτημα για τις σύγχρονες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών με αναπηρία», ανέφερε η ομιλήτρια. «Δεν υπάρχει, πολύ περισσότερο, καμία κυβέρνηση που στο όνομα επίλυσης προβλημάτων, να μην πήρε μέτρα. Η δε Ε. Ε. ασχολείται ακόμη πιο στοχευμένα με το ζήτημα, παρακολουθώντας την πολιτική των κρατών - μελών. Είναι ακόμη αλήθεια, απ' ό,τι δείχνει η πείρα, ότι στην περιγραφή των διαφόρων προβλημάτων, λίγο - πολύ όλοι μπορεί να συμφωνήσουμε. Εκεί, όμως, που υπάρχει χάσμα, είναι στον εντοπισμό της αιτίας των προβλημάτων. Διότι ανάλογα με την αιτία προσδιορίζεται και η λύση, δηλαδή ο σχεδιασμός, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν καθώς το ζήτημα της Πρόνοιας και της Ειδικής Αγωγής συνδέεται με τον πολιτικό σχεδιασμό στην οικονομία και ποιον αυτός εξυπηρετεί».
Και η Αγγελική Γκούσκου συνέχισε: «Σε μια κοινωνία και σε μια οικονομία που το μέτρο προόδου της είναι η επίτευξη του κέρδους, και όχι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, δεν μπορεί παρά ο χώρος των ατόμων με αναπηρία και της Ειδικής Αγωγής να αντιμετωπίζεται είτε σαν βάρος αφού είναι τομέας εκπαίδευσης ιδιαίτερα κοστοβόρος, είτε σαν ευκαιρία για κέρδος. Αυτή, δυστυχώς, είναι η πραγματικότητα και η προοπτική εντός των τειχών της κοινωνίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ΕΕ, για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες και τις οικογένειές τους. Η υπέρμετρη προβολή της φιλανθρωπίας σήμερα ως διεξόδου σε αυτό τον ευαίσθητο τομέα, δεν μας εντυπωσιάζει. Δεν είναι παρά ο φερετζές μιας πολιτικής που στόχο έχει την εγκατάλειψη των ανθρώπων και των παιδιών με αναπηρία, μόνο στην ατομική προσπάθεια και ευθύνη, που έχει ως στόχο την παραπέρα συρρίκνωση και υποβάθμιση των δημόσιων κρατικών δομών, που παραμένουν πάντα στη χώρα μας κραυγαλέα ελλειμματικές.
Καταρχάς, το όλο θέμα προβάλλεται λες και τα προβλήματα αυτών των ανθρώπων έρχονται περίπου ως αποτέλεσμα φυσικών φαινομένων, και ότι η κοινωνία γενικά και αόριστα πρέπει «να δείξει ευαισθησία» απέναντι σε αυτόν τον χώρο. Όμως, οι ανάπηροι και οι οικογένειές τους δεν είναι θύματα μιας γενικά «έλλειψης ευαισθησίας της κοινωνίας», αλλά της βάρβαρης αντιλαϊκής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων και του κράτους τους, που χρόνια εφαρμόζουν σε βάρος του λαού μας και που για τις οικογένειες των ΑμεΑ είναι ακόμη πιο βάρβαρη».
Η ομιλήτρια παρέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία: «Το κυρίαρχο και αναπάντητο πρόβλημα για τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, είναι ότι ούτε υπήρξε ούτε προβλέπεται διευρυμένο δημόσιο δίκτυο δομών φροντίδας και ειδικής αγωγής, σύγχρονο και κατανεμημένο ισομερώς σε όλη τη χώρα. Για παράδειγμα, στον χώρο της εκπαίδευσης είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με επίσημες εκθέσεις, η πλειονότητα των παιδιών με αναπηρίες δεν λαμβάνουν κανένα είδος εκπαίδευσης, ούτε γενική ούτε ειδική. Εκτιμάται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 200.000 παιδιά με αναπηρίες εκ των οποίων μόνο οι 31.761 φοιτούν σε κάποιο σχολείο, δηλαδή μόλις το 15%. Και αυτός όμως ακόμα ο αριθμός δεν αποτυπώνει τη σκληρή πραγματικότητα, αφού πολλά από αυτά τα παιδιά ξέρουμε ότι δεν παρακολουθούν κανονικά τη σχολική διαδικασία, λόγω των μεγάλων ελλείψεων σε μεταφορικά μέσα, της απουσίας συστηματικής στήριξης παιδιών και οικογενειών, των μεγάλων κενών σε εκπαιδευτικούς και ειδικό προσωπικό κ.ά.
Στην ίδια λογική, εντάσσονται και οι αλλαγές στην Ειδική Αγωγή. Έχουν την ταξική σφραγίδα της στρατηγικής της Ε. Ε., με περιεχόμενο την παραπέρα συρρίκνωση και αποδυνάμωση των δημόσιων δομών της Ειδικής Αγωγής και σημαία τη δήθεν ένταξη των παιδιών με ειδικές ανάγκες στο κανονικό σχολείο. Το ερώτημα «ένταξη» ή «γκετοποίηση» είναι κατά τη γνώμη μας ένα ψευτοδίλημμα. Και οι δύο αντιλήψεις, συνήθως και με επιστημονικό μανδύα, απαλλάσσουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις από την υποχρέωση να ασχοληθούν επιστημονικά με κάθε κατηγορία προβλήματος, να εξειδικεύσουν την προσέγγιση, την αγωγή και την εκπαίδευση ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και, φυσικά, γενναία να χρηματοδοτήσουν αυτήν την ανάγκη. Και οι δύο αντιλήψεις αντικειμενικά αποστασιοποιούνται από το κύριο και το βασικό ζήτημα. Ότι, δηλαδή, η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία, ούτε θέλει ούτε μπορεί να δώσει σχεδιασμένη και επιστημονική απάντηση στην ένταξη των παιδιών με ειδικές ανάγκες, γιατί τα αντιμετωπίζει σαν βάρος και κόστος. Όποιος δε μιλάει γι' αυτά, μπορεί μεν να καταγράφεται ως φιλεύσπλαχνος, αλλά δεν θα αποφύγει να μην καταγράφεται περισσότερο ως υποκριτής».
Και η Α. Γκούσκου κατέληξε: «Στο πρόγραμμα του κόμματός μας λέμε ότι από την πρώτη φάση κιόλας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η παιδεία παρέχεται αποκλειστικά δωρεάν σε όλους και σύμφωνα με τις ανάγκες. Ο αγώνας των ατόμων με αναπηρίες, των χρονίως πασχόντων και των οικογενειών τους, των εργαζομένων και των επιστημόνων στον χώρο, θα ολοκληρώνεται κατά τη γνώμη μας αν συναντηθεί με τον συνολικό αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία. Αυτός μπορεί να είναι δύσκολος, αλλά είναι και ο μοναδικός ρεαλιστικός δρόμος».