Όσο, όμως, δεν λαμβάνουμε διαφωτιστικές απαντήσεις και τα συνοδευτικά έγγραφα στα ερωτήματα που θέτουμε, εμείς θα επανερχόμαστε». Τα παραπάνω τόνισε ο αναπληρωτής τομεάρχης Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, αρμόδιος για θέματα Προστασίας του Πολίτη, βουλευτής Λαρίσης κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, με αφορμή την απάντηση του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Σταύρου Κοντονή, στην ερώτησή του για τα κτίρια που βρίσκονται υπό κατάληψη.
Η απάντηση του κ. Κοντονή έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα για τη διατάραξη οικιακής ειρήνης, προβλέπεται ότι:
1. Όποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου ή στον χώρο που αυτός χρησιμοποιεί για την εργασία του ή σε χώρο περικλεισμένο που αυτός κατέχει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
2. Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέληση του δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
3. Η ποινική δίωξη στις περιπτώσεις της παρ. 1 ασκείται ύστερα από έγκληση του δικαιούχου.
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, στην περίπτωση κατάληψης ιδιωτικού κτιρίου οι εισαγγελικές αρχές επεμβαίνουν κατόπιν έγκλησης από τον δικαιούχο, ενώ στις περιπτώσεις καταλήψεων δημοσίων κτιρίων αυτεπάγγελτα. Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: «Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη».
Επιπροσθέτως σας επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή του αρ. 26 Σ. όπου κατοχυρώνεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ούτε η Κυβέρνηση, ούτε ο Υπουργός Δικαιοσύνης παρεμβαίνει στο έργο απονομής της δικαιοσύνης.
Τέλος, αναφορικά με το 4° ερώτημα, σας γνωρίζουμε ότι επειδή η καταχώριση των δικογραφιών στις Εισαγγελίες της χώρας, κατ' επέκταση και η αναζήτησή τους, γίνεται με συγκεκριμένα στοιχεία που δεν προκύπτουν από τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω Ερώτηση (πχ. αριθμός δικογραφίας ή ονοματεπώνυμο φυσικού προσώπου / εκπροσώπου εταιρείας κ.λπ.) καθίσταται εκ των πραγμάτων αδύνατη η διερεύνηση αυτού του ενδεχομένου εκ μέρους των δικαστικών υπηρεσιών».