τον Απρίλιο του 2016, βρέθηκε απαγχονισμένος σε πόλη της Αυστρίας όπου ζούσε με την οικογένειά του.
Ο 65χρονος αδυνατεί να πιστέψει ότι ο συνονόματος γιος του, Δημήτρης, αυτοκτόνησε και ελπίζει στην ταχύτερη ολοκλήρωση των εργαστηριακών εξετάσεων. Για να χυθεί φως στην υπόθεση, που ένα χρόνο τώρα βασανίζει την οικογένειά του.
Άλλοτε η γραφειοκρατία, άλλοτε οι προβλεπόμενες διαδικασίες και ο φόρτος εργασίας εμπλεκόμενων υπηρεσιών, έχουν ως αποτέλεσμα, η οικογένεια Σαράντη ενώ καλείται να διαχειριστεί το πένθος από τον απροσδόκητο χαμό του παιδιού της, εδώ και ένα χρόνο ο πόνος να γίνεται μεγαλύτερος καθώς αρκετά «γιατί» παραμένουν ακόμη αναπάντητα.
Αν σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει το ενδεχόμενο, ο χρόνος να «θεραπεύσει» τον πόνο των γονέων, στην περίπτωση της οικογένειας Σαράντη, ο χρόνος κυλά αργά επώδυνα, αφού οι ερωτήσεις για τις συνθήκες θανάτου δεν έχουν απαντηθεί.
«Το παιδί μου δεν αυτοκτόνησε» τονίζει κατηγορηματικά ο κ. Σαράντης μιλώντας στην «Ε», «πριν μερικές ημέρες ήμασταν εκεί για να δούμε το εγγόνι μας, δεν μπορώ να δεχτώ ότι αυτοκτόνησε για οικονομικούς λόγους».
«Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν» προσθέτει για να υπογραμμίσει πως «μέρα παρά μέρα, πηγαίνω στις εισαγγελικές αρχές και ρωτάω αν έχουν κάποιο νέο. Ντρέπομαι που πηγαίνω και ρωτάω αλλά θέλω να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, να βγει το πόρισμα και να δοθούν απαντήσεις» τονίζει συντετριμμένος. «Δεν κατηγορών κανένα, να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες θέλω, πέρασε τόσος καιρός…».
Το δράμα της οικογένειας Σαράντη, ξεκίνησε την Τρίτη 5 Απριλίου του 2016, όταν φιλικά πρόσωπα τους ενημερώνουν ότι το παιδί τους, ο 31χρονος Δημήτρης, βρέθηκε απαγχονισμένος μέσα στο αυτοκίνητό του έξω από τις εγκαταστάσεις ενός αθλητικού κέντρου στην αυστριακή πόλη.
Το θλιβερό άγγελμα του θανάτου του παιδιού τους, αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Μάλιστα, όπως διευκρινίζει ο κ. Σαράντης μιλώντας στην «Ε», πληροφορήθηκε τα δυσάρεστα, την Τρίτη 5 Απριλίου, ενώ το άψυχο σώμα του γιου του βρέθηκε την προηγούμενη ημέρα, όταν δηλαδή «είχε ταριχευθεί η σορός» και όταν, όπως τον διαβεβαίωσαν φιλικά πρόσωπα, όλα είχαν κανονισθεί για τη μεταφορά στη Λάρισα και τη νεκρώσιμη ακολουθία.
«Τα χάσαμε» συμπληρώνει ο κ. Σαράντης, «αρχίσαμε να αναζητούμε πληροφορίες» και «αν ακολουθήθηκαν όλες οι διαδικασίες από τις εκεί αρχές». «Δεν πιστέψαμε ότι το παιδί μας αυτοκτόνησε για οικονομικούς λόγους» προσθέτει σε κάθε αποστροφή του λόγου του.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ο 31χρονος Δημήτρης Σαράντης, εργαζόταν σε ελληνική ταβέρνα στην αυστριακή πόλη ενώ πρόσφατα είχε αποκτήσει παιδί με τη σύζυγό του. «Το πρωί της Κυριακής 3 Απριλίου» σημειώνει ο κ. Σαράντης, εξιστορώντας τα γεγονότα, «πήγε μόνος του στη Βιέννη για να επισκεφθεί μια αγορά παλαιών αντικειμένων».
Από εκεί, σύμφωνα με τον κ. Σαράντη, στέλνει γραπτό μήνυμα στη σύζυγό του γράφοντας μεταξύ άλλων ότι «κουράστηκε» και πως «θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του».
Ανάλογο μήνυμα, σύμφωνα πάντα με τον κ. Σαράντη, στέλνει ο γιος του και σε έναν φίλο του που το προωθεί, σε τρίτο, κοινό τους φίλο. «Φίλε είμαι σε πραγματικό αδιέξοδο» γράφει «δεν αντέχω άλλο, η μόνη μου λύση είναι να πεθάνω, έχω τόσες ημέρες που δεν μπορώ να διανοηθώ σε τι κατάσταση είμαι. Βλέπω το παιδί, παίρνω θάρρος…». Το ίδιο μήνυμα καταλήγει: «Συγνώμη ρε φίλε αλλά δεν αντέχω , πίστεψέ με».
Το βράδυ της Δευτέρας 4 Απριλίου, ο άτυχος 31χρονος εντοπίζεται - από τη σύζυγό του και κοινούς τους φίλους – απαγχονισμένος, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του.
Την επομένη το μεσημέρι, στο σπίτι της οικογένειας Σαράντη στη Λάρισα καταφθάνουν οικογενειακοί φίλοι και μεταφέρουν τα δυσάρεστα νέα στην οικογένεια, που από τότε αμφισβητεί αν έγιναν οι προβλεπόμενες διαδικασίες, αν ο θάνατος προήλθε από αυτοχειρία ή αν το παιδί τους δολοφονήθηκε. «Αμφισβητούμε αν εκεί έγινε νεκροτομή, αν έγινε άρση του τηλεφωνικού απορρήτου» σημειώνει ο κ. Σαράντης. «Είκοσι ημέρες πριν το δυσάρεστο γεγονός, ήμασταν εκεί, μείναμε 9 ημέρες για να δούμε το εγγόνι μας. Το παιδί μας δεν αυτοκτόνησε, δεν είχε λόγο να το κάνει» υπογραμμίζει ξανά.
ΕΚΤΑΦΗ
Η νεκρώσιμος ακολουθία τελέσθηκε στη Λάρισα το Σάββατο 9 Απριλίου και παράλληλα ο κ. Σαράντης κινεί τις διαδικασίες μέσω της ΕΛ.ΑΣ. αλλά και των τοπικών Εισαγγελικών Αρχών, για να διερευνηθούν οι συνθήκες.
Καθ’ υπόδειξη των Αρχών, υποβάλλεται αίτημα και η Αστυνομία της Βιέννης αποστέλλει στη Λάρισα τον φάκελο της υπόθεσης και τα έγγραφα μεταφράζονται.
Έτσι παρουσία εισαγγελικού λειτουργού, περίπου 7 μήνες αργότερα, την 1η Νοεμβρίου του 2016 γίνεται εκταφή στο Κοιμητήριο της Λάρισας προκειμένου – μετά από απαίτηση της οικογένειας - να διενεργηθεί νεκροτομή.
Όπως και γίνεται από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Λάρισας, παρουσία τεχνικού συμβούλου που έχει ορίσει η οικογένεια. «Μετά τη νεκροψία» τονίζει ο κ. Σαράντης «μας είπαν ότι βρέθηκαν δύο μεγάλα αιματώματα στο κεφάλι του παιδιού μου και, στο χέρι του φαίνεται να έχει κάνει ένεση».
«Ποιος θα πίστευε» προσθέτει ο κ. Σαράντης ότι «ο γιος μου θα κρεμιόταν με ένα σχοινί που πέρασε στη χειρολαβή, στα πίσω καθίσματα, μέσα στο αυτοκίνητο. Είμαι 100% σίγουρος ότι δεν αυτοκτόνησε».
«Το πόρισμα της Ιατροδικαστικής, δεν συντάχθηκε ακόμη. Γιατί στις αρχές του περασμένου Μαρτίου, η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Λάρισας απηύθυνε νέο ερώτημα στο αρμόδιο Εργαστήριο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αυτές τις απαντήσεις θέλω, να βγούνε οι εργαστηριακές, οι τοξικολογικές εξετάσεις και να κινήσω τις διαδικασίες» καταλήγει ο κ. Σαράντης.
«Μέρα παρά μέρα, πηγαίνω στις εισαγγελικές αρχές και ρωτάω αν έχουν κάποιο νέο. Ντρέπομαι που πηγαίνω και ρωτάω αλλά θέλω να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, να βγει το πόρισμα και να δοθούν απαντήσεις» τονίζει συντετριμμένος. «Δεν κατηγορώ κανέναν, να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες θέλω, πέρασε τόσος καιρός…».
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ