Πιστεύοντας ότι η γλώσσα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία ενός λαού, την ταυτότητά του και τη ζωντανή ιστορία του, δημιούργησε μια συλλογή αναγνωστικών βιβλίων του δημόσιου ελληνικού σχολείου, που αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της πορείας της και της εξέλιξής της στον χρόνο.
Το πρώτο χρονολογείται το 1891 και ο συλλέκτης δάσκαλος κ. Απόστολος Ρούντος, μιλά στην «Ε», για τη συλλογή του:
-Τι σας ώθησε να δημιουργήσετε τη συλλογή των παλιών ελληνικών αναγνωστικών βιβλίων του ελληνικού δημοτικού σχολείου (και επανεκδόσεις);
«Αφορμή και κίνητρο για μένα να προβώ στη συλλογή παλιών αναγνωστικών, ήταν τότε που ως πρωτοδιόριστος δάσκαλος, σε εθνική επέτειο και γιορτή στο σχολείο, δεν είχα κατάλληλο θεατρικό βιβλίο με σκετς για να επιλέξω να ανεβάσω μαθητική παράσταση.
Έτσι, προσέφυγα στο παλιό αναγνωστικό της Δ΄ τάξης (1944) με τίτλο τα «Αετόπουλα» και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Τα Σουλιωτόπουλα». Αυτό λοιπόν το διασκεύασα σε θεατρικό παιδικό σκετς και το έπαιξαν τα παιδιά σε εθνική επέτειο.
Συνέχισα έπειτα για χρόνια τη συλλογή των αναγνωστικών βιβλίων, καθώς όπως είπε και η συγγραφέας Ζωή Βαλάση, «Το παιδικό βιβλίο είναι ένα έργο τέχνης…».
Είναι το βιβλίο που πλουτίζει τον καθένα με γνώσεις και εμπειρίες. Βαθαίνει και ολοκληρώνει τον ψυχικό και συναισθηματικό του κόσμο. Διαμορφώνει επίσης τη γλώσσα ως όργανο επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Με άλλα λόγια επιδρά ευεργετικά στην εύπλαστη παιδική ψυχή.
Ωστόσο, μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, ελάχιστα παιδικά και εξωσχολικά βοηθήματα κυκλοφορούσαν, που όμως δεν έφταναν στα απόμακρα σχολεία των ορεινών χωριών, όπου τότε κι εγώ υπηρετούσα.
Έτσι οι μαθητές των δημοτικών σχολείων, υποχρεωτικά περιορίζονταν στη μελέτη μόνο των σχολικών βιβλίων και πρώτα στη μελέτη της γλώσσας, μέσω των αλφαβηταρίων και των αναγνωστικών. Αυτά τα αναγνωστικά είναι εργαλεία στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και μάρτυρες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης».
-Πόσα σχολικά βιβλία περιλαμβάνει η συλλογή σας και ποιο είναι το παλιότερο;
«Το παλιότερο είναι από το έτος 1891, όταν πρωτοεκδόθηκε το πρώτο Αλφαβητάριο του Γεράσιμου Βανδώρου, σύμφωνα με τας νέας αρχάς και αντιλήψεις της παιδικής ηλικίας όπως περιέγραψε το εξώφυλλό του, καθώς και άλλα οκτώ αλφαβητάρια των ετών: 1910, 1914, 1919, 1920, 1924, 1934, 1936 και 1949.
Στη συλλογή μου διαθέτω το σημαντικότερο και πιο παλιό ίσως εκδοθέν στην Αθήνα το έτος 1919, γνωστό με τον τίτλο: «Αλφαβητάρι με τον ήλιο», (από την εικόνα του εξώφυλλου).
Εδώ επιβάλλεται να τονίσω, πως στη συντακτική επιτροπή και μάλιστα ως Πρόεδρος αυτής, ήταν ο Δημοσθένης Ανδρεάδης, μια εξέχουσα δασκαλική προσωπικότητα. Ήταν Τυρναβίτης στην καταγωγή και συμπατριώτης του κορυφαίου γλωσσολόγου, συγγραφέα του συντακτικού της καθαρεύουσας, του Αχιλλέα Τζάρτζανου.
Αξίζει ν’ αναφέρω και τα άλλα μέλη της συντακτικής επιτροπής των αλφαβηταρίων αλλά και πολλών αναγνωστικών που ήταν: Οι δημοτικιστές ως προς τη γλώσσα, Α. Δελμούζος, Μ. Τριανταφυλλίδης, Δ. Γληνός, Π. Νιρβάνας, Χ. Παπαμάρκου και Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ο οποίος Παπαντωνίου έγραψε και το γνωστό και ιστορικό Αναγνωστικό της Γ΄ τάξης, με τον τίτλο «Τα ψηλά βουνά» (1918).
Ένα αναγνωστικό που για την εποχή των αρχών του 20ού αιώνα που κυκλοφόρησε, υπήρξε η προμετωπίδα όλων των άλλων αναγνωστικών που κυκλοφόρησαν μετέπειτα. Ήταν αναγνωστικό περισσότερο ψυχαγωγικού αλλά και ποικίλου περιεχομένου που κάλυπτε όλες τις ψυχοπνευματικές απαιτήσεις του παιδιού.
Έχω δε στη συλλογή μου 12 αναγνωστικά όλων των τάξεων του δημοτικού σχολείου, εκ των οποίων λίγα από πρώτη έκδοση και τα άλλα από επανεκδόσεις.
Είναι τα αναγνωστικά που κυκλοφόρησαν από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1918) και μέχρι το έτος 1964. Τότε που έχουμε και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του δασκάλου και ένθερμου υποστηρικτή της δημοτικής γλώσσας, του Ευάγγελου Παπανούτσου.
Όμως το τελευταίο αναγνωστικό (με την παλιά μορφή), γραμμένο στη δημοτική γλώσσα, ήταν αυτό της Στ΄ τάξης (έκδοση του 1964). Είναι ένα από τα καλύτερα αναγνωστικά του είδους αυτού, αφού μετέπειτα κυκλοφόρησαν τα νέα αναγνωστικά με τίτλο: «Η γλώσσα μας».
-Ποια ήταν η εξέλιξη αυτών των αναγνωστικών στον χρόνο, όσον αφορά στη γλώσσα και στην ύλη τους;
«Διαχρονικά, θα έλεγα ότι η αξία των παλιών αναγνωστικών και αλφαβητάριων, έγκειται στο γεγονός ότι αποτέλεσαν τους προπομπούς της πρώτης ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης.
Αναμφισβήτητα, όμως έθεσαν τις βάσεις, ως διεκπεραιωτές της πορείας της γλώσσας μας. Ενώ υπήρξαν ο καταλυτικός μηχανισμός και η «ατμομηχανή» της γλωσσικής μας εξέλιξης.
Ωστόσο, παρατηρούμε μια υποβάθμιση και συρρίκνωση της ελληνικής γλώσσας. Αποτέλεσμα αυτού είναι η παντελής έλλειψη διαλόγου και γλωσσικής επικοινωνίας, ιδίως μεταξύ των νέων. Αφού τη θέση της κυρίαρχης ελληνικής γλώσσας, πήραν τα «σύγχρονα» μέσα επικοινωνίας όπως αυτών των κινητών τηλεφώνων, του ίντερνετ, του facebook, του τάμπλετ και άλλων μέσων επικοινωνίας του διαδικτύου.
Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επιβάλλεται συγκερασμός και εξισορρόπηση μεταξύ του παλιού και του νέου. Μεταξύ της εκτεχνίκευσης της παιδείας και της παραδοσιακής μάθησης, και της παπαγαλίστικης αποστήθισης, με την πληθώρα ύλης και εν πολλοίς αχρήστου περιεχομένου, που ταλανίζουν τους μαθητές, σε ατέλειωτες και επίμονες προσπάθειες. Έχουν δε έναν και μόνο σκοπό, την εισαγωγή τους στα Πανεπιστήμια. Να που όμως όλο και υστερούν στη γλωσσική έκφραση – έκθεση».
Της Λένας Κισσάβου