Η Ελλάδα βρίσκεται στη 16η θέση της παγκόσμιας κατάταξης με ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση 4,52 κιλά καφέ, ενώ η Λάρισα θεωρείται ότι κατέχει αναλογικά την πρώτη θέση στην Ελλάδα καταναλώνοντας τον χρόνο 150 τόνους μόνον εσπρέσο. Αναλύοντας τα στοιχεία που διαθέτουν οι επαγγελματίες του κλάδου διαπιστώνει κανείς ότι ο Λαρισαίος κατά μέσο όρο καταναλώνει τρεις καφέδες την ημέρα, δηλαδή 45 γραμμάρια καφέ, που σημαίνει 16,5 κιλά καφέ εσπρέσο τον χρόνο. Στη συνέχεια έρχονται με σειρά κατανάλωσης ο φραπέ, ο ελληνικός, ο φίλτρου.
Η Λάρισα εδώ και χρόνια κατέχει τον τίτλο της «πόλης του καφέ» και από ό,τι φαίνεται με βάση τους παραπάνω αριθμούς όχι αδίκως. Τα περισσότερα κεντρικά καταστήματα έχουν αναγάγει τον καφέ σε ολόκληρη επιστήμη. «Έδωσαν το μεγαλύτερο βάρος στην παρασκευή του καφέ, στα ποιοτικά κριτήρια, με γνώμονα το γεγονός ότι οι Λαρισαίοι ξέρουν και μπορούν να επιλέξουν τον χώρο και τον χρόνο που θα πιουν τον καφέ τους», σημειώνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής και Εστίασης νομού Λάρισας Γιάννης Μπιώτης διευκρινίζοντας ότι η εξειδίκευση στην παρασκευή επήλθε λόγω της περιορισμένης κατανάλωσης αλκοόλ εξαιτίας των οικονομικών συνθηκών. Την ίδια ώρα όμως διατηρούν τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες πόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο όλοι όσοι δραστηριοποιούνται γύρω από τον χώρο αυτό έχουν ως σκοπό να δημιουργήσουν ένα δυνατό «brand name» και πέρα από το Αρχαίο Θέατρο η Λάρισα σε συνδυασμό με τους πεζοδρόμους και τις αλλαγές που επίκεινται να αποτελέσει πόλο έλξης και για τα καταστήματά της. «Ήδη η τοπική οικονομία ενισχύεται από τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα εκατοντάδες καφέ της πόλης», επισημαίνουν μεταξύ άλλων χωρίς να αποκλείουν τη δημιουργία φεστιβάλ αφιερωμένο στο αγαπημένο ρόφημα των Λαρισαίων για την προσέλκυση τουριστών.
«Η πόλη της Λάρισας διαθέτει 450 καφετέριες, στις οποίες εργάζονται 6.500 άτομα», ξεκαθαρίζει στην «Ε» ο πρόεδρος του Συνδέσμου. Πρόκειται για έναν μεγάλο αριθμό μιας και αφορά μόνο στην πόλη της Λάρισας, ειδικά των απασχολουμένων στον κλάδο αυτό. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια η απασχόληση καταγράφει άνοδο. «Καταγράφεται μια αύξηση των απασχολουμένων στα καταστήματά μας αλλά αυτό οφείλεται όχι στην αύξηση των πελατών, αλλά στις υψηλές υπηρεσίες που προσφέρουμε», διευκρινίζει συμπληρώνοντας ότι για έναν σερβιτόρο πλήρους απασχόλησης ο μισθός του τον μήνα κυμαίνεται από 750 ευρώ – 1.100 ευρώ. Άνθρωποι όλων των ηλικιών από 20-40 ετών πιάνουν τον δίσκο και αφήνουν κρεμασμένα στον τοίχο τα πτυχία ακόμα και τα μεταπτυχιακά που διαθέτουν.
Εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα οι ιδιοκτήτες καφέ επιχειρούν να καλύψουν ακόμα μεγαλύτερη γκάμα υπηρεσιών που προσφέρουν στους πελάτες τους. Οι περισσότερες πλέον καφετέριες διαθέτουν και τον χώρο της κουζίνας. Εκεί που μικροί και μεγάλοι μάγειρες δημιουργούν ευφάνταστα πιάτα που μπορούν να απολαύσουν οι πελάτες τους όλες τις ώρες. Είτε αλμυρά και γλυκά μικρογεύματα με τη συνοδεία του καφέ είτε ζεστά πιάτα προκειμένου να συνοδέψουν το ποτό τους. «Η κατανάλωση αλκοόλ έχει περιοριστεί, οπότε προσπαθούμε να κρατήσουμε τον κόσμο στο κατάστημά μας προσφέροντάς του και άλλες γεύσεις», σημειώνει.
Η οικονομική κρίση δεν έκλεισε καφετέριες αντιθέτως όπως επισημαίνουν οι επαγγελματίες δημιούργησε νέες. «Μέσα στην κρίση ήταν αρκετοί εκείνοι που στράφηκαν στον χώρο της εστίασης και αυτό γιατί φαντάζει ένας εύκολος τρόπος κέρδους. Την ίδια ώρα όμως είχαν κέρδος και κατάφεραν να επιβιώσουν μόνο όσοι γνώριζαν τη δουλειά. Δεν σημαίνει ότι αναβαθμίστηκε ο χώρος γιατί εισήλθαν σε αυτόν άνθρωποι που δεν γνώριζαν το αντικείμενο», καταλήγει ο Γιάννης Μπιώτης.
Της Ζωής Παρμάκη
Φωτ. Κώστας Τσάντζος