Στη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας, το ύψος του ποσού με το οποίο ζημιώθηκε το ελληνικό δημόσιο ξεπέρασε τις 53.000 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος αρχικά κατά την απολογία του ενώπιον της ανακρίτριας αρνήθηκε την κατηγορία, ομολογώντας ωστόσο ότι καρπώθηκε τα χρήματα που αναλάμβανε ο ίδιος για τον εαυτό του και για λογαριασμό του συνδικαιούχου του κοινού τραπεζικού Λογαριασμού αδελφού του στον οποίο κατά τους ισχυρισμούς του απέδωσε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων κατά τα πρώτα έτη της παράνομης ανάληψης της σύνταξης με σκοπό την επαγγελματική του αποκατάσταση. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι οι παππούδες του, εν ζωή επέτρεψαν στον ίδιο και στον αδελφό του να εισπράττουν την εν λόγω πολεμική σύνταξη ως οικονομική ενίσχυση.
«Πήγαινα στον διευθυντή της Τράπεζας και μου ’λεγε πάρτα τα χρήματα. Όταν όμως το ανακάλυψα ήταν αργά», είπε μεταξύ άλλων στον απολογία του κατά τη διάρκεια της χθεσινής ακροαματικής διαδικασίας με την εισαγγελέα της έδρας να του τονίζει αυστηρά: «Μην υποτιμάτε τη νοημοσύνη μας κύριε κατηγορούμενε» κι εκείνος να απαντά: «Το βιβλιάριο μας τα έδωσε η γιαγιά. Δεν γνώριζα τι εισέπραττε».
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα ο άνδρας κατηγορείτο πως με την εξακολουθητική αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων παραπλάνησε τα αρμόδια όργανα του Ελληνικού Δημοσίου ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή στη συνταξιοδοτική κατάσταση της συνταξιούχου γιαγιάς του, με συνέπεια η Διεύθυνση Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών να μην προβεί εγκαίρως στη διακοπή της καταβολής της σύνταξής της, αλλά να θεωρεί εσφαλμένως ότι υφίσταται δικαιούχος καταβολής σύνταξης και να εξακολουθήσει να της καταβάλει ανελλιπώς στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό ταμιευτηρίου της Τράπεζας.
Κρίθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει τις 30 χιλιάδες ευρώ. Του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών προς πέντε ευρώ ημερησίως με την έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη.
Κ. ΓΚΙΑΣΤΑΣ