Δεν υπάρχει παρέα, που να μη βλέπει έστω ο ένας, την προσπάθεια επιβίωσης δύο ομάδων, των «Διασήμων» και των «Μαχητών», δεκαοκτώ (σήμερα) συνολικά ανθρώπων, σε ένα νησί του Άγιου Δομήνικου, που αγωνίζονται να κερδίσουν έπαθλα φαγητού!
Τείνει να καταγραφεί ως ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο στον ελληνικό πληθυσμό, εν έτει 2017, που κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «Survivor-μανία», αφού «σπάει» ρεκόρ τηλεθέασης.
Ο κόσμος μιλά, για την Ειρήνη, τον Πάνο, τον Στέλιο, τον Γιώργο, την Ευρυδίκη… κ.ά., σαν να τους ήξερε από χθες. Τους κρίνει, τους παρατηρεί, τους σχολιάζει σε κάθε κίνησή τους, τους αγαπά, τους υποστηρίζει, τους συμπαθεί, τους μισεί…. και γενικά ξεδιπλώνει ένα συνονθύλευμα αισθημάτων και συναισθημάτων, στα πρόσωπά τους, κάθε φορά στις 9 το βράδυ στο «γυαλί»!
Αν τολμούσαμε να αποδώσουμε χαρακτηριστικά στοιχεία σε αυτό το φαινόμενο, θα μπορούσαν να ήταν τα εξής: περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος ηλικιών, μεγάλο εύρος κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, ενώ τείνει να κερδίζει καθημερινά όλο και περισσότερους…
Και ως κοινωνικό φαινόμενο, που εξελίσσεται, σχετίζεται άμεσα με την ψυχολογία και τη ψυχοσύνθεση του ατόμου και της κοινωνίας, γενικότερα, σήμερα. Ως εκ τούτου υπάρχει φυσικά και η ερμηνεία του, δηλαδή πώς λειτουργεί το «Survivor» στην ψυχολογία τόσο πολλών ανθρώπων και μαγνητίζονται από αυτό;
Μια ερμηνεία ζητήσαμε από τον ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή, κ. Γιώργο Γιαννούση και μας είπε: «Καταρχάς είναι ευνόητο να ξεκαθαρίσω πως πρόκειται για ένα τηλεοπτικό προϊόν, το οποίο εξελίσσεται σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ένα ζωντανό κοινωνικό πείραμα (όπως πολύ θέλουν να το αποκαλούν) και βεβαίως δεν συνιστά από μόνο του ένα κοινωνικό φαινόμενο.
Κοινωνικό φαινόμενο δεν αποτελεί το ίδιο αυτό καθ΄ αυτό το παιχνίδι, αλλά η κρίσιμη μάζα που το παρακολουθεί.
Τα χαρακτηριστικά αυτού του πληθυσμού (που λένε πως φτάνει τα δύο εκατομμύρια) και οι αιτίες της υψηλής τηλεθέασης είναι, επομένως, που συνιστούν ένα φαινόμενο με κοινωνικές διαστάσεις, που χρήζουν αναλύσεων και ερμηνειών».
Και για να γίνει πιο συγκεκριμένος, ο κ. Γιαννούσης, μας παρουσιάζει ένα παράδειγμα, αναφέροντας: «Θα κάνω μια σύγκριση: Στο ποδόσφαιρο –αν το δει κανείς ως κοινωνικό φαινόμενο και όχι μόνο σαν άθλημα – οι διάφορες αντιπαλότητες εντός κοινωνίας μεταφέρονται στο γήπεδο: κόντρες ταξικές, θρησκευτικές, πολιτικές, εθνικές, κ.λπ. Αναβιώνονται στα ποδοσφαιρικά σαλόνια, έτσι ώστε να ατονίσουν και να μετασχηματιστούν σε κάτι επουσιώδες και ακίνδυνο για την διασάλευση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων.
Στο «Survivor» (και σε αντίστοιχα τηλεοπτικά προϊόντα) ο παραπάνω μετασχηματισμός δεν αφορά σε μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές αλήθειες, αλλά μεταφέρεται στο πεδίο της ταυτότητας και των διαπροσωπικών σχέσεων. Στο πώς συγκροτούνται δηλαδή οι ομάδες, οι παρέες και οι συλλογικότητες, στη βάση ποιού αξιακού πλαισίου και ποιας κουλτούρας σχέσεων στηρίζει η κάθε κοινωνία την εσωτερική της συνοχή.
Σε συμβολικό επίπεδο, λοιπόν, στο «Survivor» αναδεικνύονται ρόλοι που καθρεπτίζουν το κοινωνικό μας γίγνεσθαι, μα πάνω απ’ όλα καθρεπτίζεται η απάθεια και ο ατομισμός, με τον οποίο πορευόμαστε στα δύσκολα χρόνια της κρίσης».
«ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΑΛΑΓΙΑΖΟΥΝ
ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΑ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ…»
Συγκεκριμένα στο ερώτημα γιατί το παιχνίδι επιβίωσης μαγνητίζει και καθηλώνει εκατομμύρια βλέμματα, ο κ. Γιαννούσης απαντά: «Οι Έλληνες βρήκαν στο «Survivor» ένα συμβολικό αποκούμπι να καταλαγιάσουν την αγωνία της επιβίωσης και να την αντέξουν.
Εξάλλου, παρατηρώ στο γραφείο μου τον τελευταίο καιρό να έρχονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι κουρασμένοι, απομονωμένοι, μόνοι, προσπαθώντας να επιβιώσουν με μόνο όπλο την αντοχή.
Έτσι μαθαίνουν να αντέχουν τα νέα μέτρα, τις ελλείψεις σε αγαθά, τις πιέσεις της εργασίας, αλλά και να αντέχουν τις συμβατικές σχέσεις, τις εντάσεις, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, κλπ.
Να μένουν σε έναν “νεκρό” γάμο, να “θυσιάζονται” για τα παιδιά, να αντέχουν τον θυμό τους, να κάνουν εκπτώσεις για να μη μείνουν μόνοι, να φοβούνται να εκφράσουν τις ανάγκες τους και να επιδιώξουν τις επιθυμίες τους.
Αλλά και να μην αντέχουν τελικά, πλην όμως να μην ξέρουν τί να κάνουν ή να φοβούνται τις αλλαγές. Και επειδή πάντα με ρωτούν, μπορώ να τα αλλάξω όλα αυτά, πάντα τους λέω πως οι αλλαγές ξεκινούν από εμάς τους ίδιους. Γίνεται λοιπόν να αλλάξω; Ναι, αρκεί να δώσεις άλλο νόημα στα πράγματα, να μάθεις να αφήνεις πίσω σου ό,τι σε καταδυναστεύει και να επενδύσεις σε ό,τι σε κάνει διαφορετικό, αρκεί δηλαδή από “Survivor” να γίνεις “μετασχηματιστής”, από διάσημος ή μαχητής να γίνεις εσύ η αλλαγή που προσδοκάς στη ζωή σου».
Της Λένας Κισσάβου