Τον π. Θεμιστοκλή καλωσόρισε ο κατά σάρκα αδελφός του και υπεύθυνος του κύκλου π. Ιγνάτιος και τον ευχαρίστηκε και εκ μέρους του σεβασμιότατου μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνατίου για τον κόπο στον οποίο υποβλήθηκε να έλθει από την Κέρκυρα στην πόλη της Λαρίσης, στον δικό του αγαπημένο τόπο, για να σπείρει λόγο αγαθό στους νέους ανθρώπους.
Ο π. Θεμιστοκλής τόνισε ότι στη ζωή μας υπάρχουν «πρέπει», δηλαδή ενέργειες που χρειάζεται να γίνουν ή να μην γίνουν. Είναι το «ηθικώς δέον». Στην πίστη μας όμως υπάρχουν τα «πρέπει της αγάπης». Είναι αυτά για τα οποία μιλά ο Χριστός και οι Απόστολοι λέγοντας το «δει ημάς γεννηθήναι άνωθεν» και «δει ημάς δια πολλών θλίψεων εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Μόνο που αυτά τα πρέπει αποσκοπούν στην έξοδο του ανθρώπου από το εγώ του, χάριν της αγάπης τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον πλησίον. Τα «πρέπει της αγάπης» μας δείχνουν τα όριά μας, μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε μόνοι μας και ότι επειδή δεν μπορούμε να γίνουμε θεοί από μόνοι μας, χρειάζεται να εμπιστευθούμε τις εντολές του Θεού, όπως αυτές εκφράζονται στο Ευαγγέλιο και τη ζωή της Εκκλησίας. Άρα τα «πρέπει της αγάπης» είναι ταυτόχρονα και καρπός ελεύθερης επιλογής, συνέπεια πίστης. Στη ζωή της Εκκλησίας συχνά δημιουργείται η αίσθηση ότι υπάρχουν τα «πρέπει της συμπεριφοράς». Αυτά όμως δεν απορρέουν συνήθως από αγάπη και επίγνωση των ορίων, αλλά γίνονται φαρισαϊσμός. Γίνονται αφορμή και τρόπος αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, για να λάβει την ταμπέλα του «καλού χριστιανού», του «καλού παιδιού», του «καλού ανθρώπου». Τότε ο άνθρωπος «ποιεί προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» και χάνει την ταπείνωση. Το συμπεριφοριστικό «πρέπει» σχετίζεται και με τη φράση που συχνά αρκετοί χριστιανοί λένε: «Είμαι εντάξει» απέναντι στον Θεό και στην συνείδησή μου. Όμως μία τέτοια αίσθηση δεν οδηγεί στη μετάνοια, αλλά στην κατάκριση του άλλου. Υπάρχει και το «ενοχικό πρέπει». Αυτό το επιβάλλει το «υπερεγώ» του ασυνειδήτου, το οποίο καλλιεργεί με τη σειρά του ένα αίσθημα αυτοδικαίωσης και αποδοχής του ανθρώπου από τους άλλους. Όταν όμως αυτό το «πρέπει» δεν επιτυγχάνεται, προκαλεί ενοχές στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα ή να καταθλίβεται ή να οδηγείται από απογοήτευση και εσωτερικό κενό λόγω του ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των γονέων, της κοινωνίας, του περιβάλλοντος, του εαυτού του στα πάθη και την περαιτέρω αμαρτία.
Ο π. Θεμιστοκλής επισήμανε ότι το αυθεντικό «πρέπει» στην ουσία είναι η οδός της αγάπης. Μόνο που όταν δεν τα καταφέρνουμε να σηκώσουμε τον σταυρό μας, ο Χριστός και η πίστη μας προσφέρουν τον τρόπο της μετάνοιας, τον τρόπο της συγχώρεσης και της συγκατάβασης, όχι για να δικαιολογήσουμε την αμαρτωλότητα και τα πάθη μας, αλλά για να εμπιστευθούμε τον Θεό που μας αγαπά ώστε σηκώνει τους σταυρούς μας και μας οδηγεί στην Ανάσταση. Με αυτόν τον τρόπο, της ανοχής, της συγκατάβασης και της αγάπης, αλλά και της ταπεινής επίγνωσης των ορίων μας καλούμαστε να διαχειριστούμε και τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Αυτός είναι ο δρόμος της εκκλησιαστικής ζωής που κάνει τους νέους να χαίρονται την κοινωνία με τον Χριστό και μεταξύ τους.
Μετά την εισήγηση ακολούθησε πλούσιος διάλογος με πολλά και ουσιαστικά ερωτήματα!