Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων κάθισαν 26 άτομα εκ των οποίων οι 25 Ρομά και ένας λογιστής έχοντας ως νοητό φόντο το εύκολο… χρήμα.
Σαν σκοπό, σύμφωνα με το δικαστήριο, είχαν να εξαπατήσουν τράπεζες και με πλαστά στοιχεία να πάρουν δάνεια και πιστωτικές κάρτες ύψους δεκάδων χιλιάδων ευρώ, τα οποία άγνωστο παραμένει αν θα τα πλήρωναν.
Ο λογιστής αναλάμβανε τον ρόλο να ετοιμάσει τα χαρτιά για όλους αυτούς και με τη σειρά τους εκείνοι να τα καταθέσουν στην τράπεζα για να εγκριθεί το δάνειό τους ή η κάρτα τους. Μόνο που σε αυτά τα έγγραφα ο λογιστής δεν έγραφε όλη την αλήθεια, καθώς τους εμφάνιζε πως εργάζονταν σε εργασίες και έπαιρναν μισθούς συγκεκριμένους. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις έφτιαχνε και εκκαθαριστικά με εισόδημα μεγαλύτερο από το πραγματικό ώστε να πειστεί η τράπεζα και να εκδοθεί το δάνειο ή πιστωτικές κάρτες.
Όμως για κακή τους τύχη τα έγγραφα αυτά τα υποκαταστήματα των Τραπεζών τα έστελναν στα κεντρικά γραφεία της Αθήνας έτσι ώστε να ελέγξουν αν είναι αληθινά τα στοιχεία. Κάτι όμως δεν τους ταίριαζε και τα δάνεια δεν εγκρίθηκαν. Μετά μάλιστα από καταγγελία που έγινε στην Υποδιεύθυνση της Ασφάλειας το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται και η άκρη του έφτασε ως το δικαστικό μέγαρο της Λάρισας.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας οι περισσότεροι Ρομά ισχυρίστηκαν πως δεν γνώριζαν γράμματα και πως δεν ήξεραν τι έγραφαν τα χαρτιά. Το σίγουρο έλεγαν ήταν πως είχαν μεγάλη ανάγκη τα χρήματα, τα οποία ουδέποτε βέβαια πήραν στα χέρια τους. Άλλοι γιατί όπως έλεγαν είχαν προβλήματα υγείας οι ίδιοι ή οι γονείς τους ή ακόμα και τα παιδιά τους.
Οι 24 κρίθηκαν ένοχοι για την πράξη της απόπειρας απάτης κατ’ εξακολούθηση και ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση εκ των οποίων το συνολικό όφελος ή ζημία άνω των 30.000 ευρώ. Καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με τριετή αναστολή.
Αντίθετα ο λογιστής κρίθηκε ένοχος για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης και πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος ή ζημία άνω των 30 χιλιάδων ευρώ. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι ετών. Αποφασίστηκε οι εφέσεις να έχουν αναστέλλουσα δύναμη.
Κ.ΓΚΙΑΣΤΑΣ