Η υπόθεση του έχει να κάνει με 29 περιπτώσεις κλοπών, τετελεσμένων και σε απόπειρα. Αν μη τι άλλο περίπτωση από τις λίγες. Από τις 29 οι 27 αφορούν σε διαρρήξεις αυτοκινήτων. Παίρνει 206 ευρώ και 300 δολάρια Η.Π.Α., δύο κινητά τηλέφωνα, ένα σύστημα γεωγραφικού εντοπισμού GPS, μία κιθάρα. Μα δεν σταμάτησε εκεί. Μπαίνει σε μια εκκλησία και αρπάζει μια τσάντα από μια 67χρονη.
-Εσείς τι είδατε, μάρτυς;
Με το χέρι στο ευαγγέλιο, βρίσκεται ένας κύριος που τον εντόπισε στην αποθήκη του. Ορκίζεται και λέει «Είδα το παιδί να πίνει κρασί μέσα από το βαρέλι μου. Είχε φάει και κάτι ελιές, ειδοποίησα την αστυνομία. Τι άλλο να κάνω;» αναρωτιέται εύλογα.
Φτάνει και η ώρα της απολογίας του κατηγορουμένου
*Καλά, έκανες 29 κλοπές; Τον ρωτάει ο πρόεδρος
- Τι να σας πω κύριε πρόεδρε. Αν λέτε πως είναι τόσες, τόσες θα είναι. Εγώ δεν της μετρούσα. Ήμουν υπό την επήρεια.
«Που να μην ήσουν δηλαδή;» κάνει ο πρόεδρος και του ρίχνει 5 χρόνια κάθειρξης.
Τελικά καίγεσαι και με το 29…
Από το 1946
*«Γεια σας»
-Γεια σας
*«Ψάχνω μια απόφαση παλιά»
Ο ηλικιωμένος γυρνάει από γραφείο σε γραφείο μέσα στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρισας και ψάχνει έναν υπάλληλο για τον βοηθήσει.
«Πήγα στον πρώτο, με έστειλαν στον δεύτερο, να τώρα είμαι εδώ στον τρίτο» λέει καθώς ανεβαίνει τους ορόφους του εντυπωσιακού κτιρίου.
-«Να σας βοηθήσουμε κύριε αλλά από ποια χρονιά πείτε μας» του απαντά κάποιος γραμματέας
*«Από το 1946» λέει και τους αφήνει όλους με ανοιχτό το στόμα.
Κι αφού ξεπερνούνε όλοι στο γραφείο το αρχικό σοκ, αρχίζουν να ψάχνουν ότι παλιό είχαν. Τρώνε κάμποση σκόνη αλλά το όνομα του κυρίου δεν το βρίσκουν.
«Μα το θέλω. Με καταδικάσατε τότε για δέκα χρόνια και θέλω να το βρω»
Και τώρα το θυμηθήκατε; Τον ρωτάει ο υπάλληλος
«Τώρα μου το είπαν…»
Ε, τελικά ποτέ δεν είναι αργά. Ααα, όσον αφορά στην απόφαση ακόμα την ψάχνουν…
«Δεν ανοίγω»
Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας. Στο εδώλιο τέσσερις νεαροί Ρομά που είχαν αναστατώσει τους ηλικιωμένους σε περιοχή της Θεσσαλίας. Έμπαιναν μέσα στα σπίτια, τους κρατούσαν τα χέρια, τους έκλειναν τα στόματα, τους έκλεβαν. Μα μια γιαγιά στάθηκε τυχερή. Την είδαν οι γείτονες να προσπαθούσε να τα βάλει με τους κλέφτες και φώναξαν την αστυνομία. Ήρθαν τα όργανα της τάξης, έπιασαν τον τσιλιαδόρο απ έξω και οι δύο που εισήλθαν στο σπίτι προσπαθούσαν να κρυφτούν.
Τα όσα ακολούθησαν και ακούστηκαν στο δικαστήριο δεν γίνονται κάθε μέρα. Οι δύο κλέφτες παίρνουν 200 ευρώ που στη συνέχεια τα αφήνουν πίσω. Πάνε και κρύβονται σε ένα ντουλάπι μόλις αντιλαμβάνονται πως η αστυνομία είναι απ έξω.
Η γιαγιά τρομοκρατημένη ακόμα προσπαθεί να συνέλθει. Η αστυνομία χτυπάει την πόρτα. Η γιαγιά όμως δεν ανοίγει. «Ποιοι είστε;» ρωτάει με ανακριτικό ύφος
«Αστυνομία», λένε οι άνδρες απ έξω, «ανοίξτε».
«Δεν ανοίγω κανέναν. Αρκετά έχω τραβήξει» λέει η γιαγιά και τους αφήνει με το στόμα ανοιχτό.
Βρε καλή, βρε χρυσή μου. Δεν ανοίγει με τίποτα. Οι κλέφτες από μέσα να κρύβονται και η αστυνομία απ έξω να περιμένει. Η παθούσα δεν ήξερε ποιόν να πιστέψει, όπως ειπώθηκε στην ακροαματική διαδικασία. Τελικά πείστηκε, οι κλέφτες συνελήφθησαν και η γιαγιά ηρέμησε. Άμα της κολλήσει της γιαγιάς…