Ειδικότερα, «το νομοσχέδιο στην πραγματικότητα είναι ευχολόγιο. Θα εφαρμοστεί, όταν τελειώσουν οι διαδικασίες αξιολόγησης, η διαδικασία του οργανογράμματος και στην ουσία κατοχυρώνει και διευκολύνει τις πελατειακές σχέσεις. Ούτε αξιοκρατία εισάγει ούτε κινητικότητα υπέρ της λειτουργίας του Δημοσίου. Κατοχυρώνει πελατειακές σχέσεις και κλείνει το μάτι σε υπαλλήλους, οι οποίοι είναι όντως παγιδευμένοι σε ένα σύστημα το οποίο είναι απαρχαιωμένο και γραφειοκρατικό και αντί να τους δώσει μια μέθοδο διαφανή και αξιοκρατική για την μετακίνηση και βελτίωση και της θέσης τους, του βιογραφικού τους και των επαγγελματικών τους δυνατοτήτων, ουσιαστικά τους κλείνει το μάτι με τον παλιό αμαρτωλό τρόπο της κομματοκρατίας και του πελατειακού κράτους» τόνισε ο κ. Μπαργιώτας.
Κάνοντας μια αναδρομή επεσήμανε ότι «στο παρελθόν η αταραξία του Δημοσίου ήταν παροιμιώδης. Υπήρξαν χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι πήραν σύνταξη από την καρέκλα που πρωτοκάθισαν. Οι συντεχνίες, ο παλαιοκομματισμός, μια απαρχαιωμένη αντίληψη για την έννοια του δημοσίου υπαλλήλου και λειτουργού, λειτουργούσαν για χρόνια και εξακολουθούν να λειτουργούν. Και πάνω σε αυτό ήρθε η περίφημη μνημονιακή κινητικότητα, ένας ψευδεπίγραφος όρος, ο οποίος πρακτικά σήμαινε απολύσεις.
Ταύτισε την ανάγκη κινητικότητας στο Δημόσιο με την μνημονιακή δέσμευση για έναν συγκεκριμένο αριθμό απολύσεων. Έτσι λοιπόν, οι περισσότεροι Έλληνες και κυρίως οι Δημόσιοι Υπάλληλοι, δικαίως ταύτισαν την έννοια της κινητικότητας με τις απολύσεις, που είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα».
Κλείνοντας, ανέφερε ότι το νομοσχέδιο έχει θετικά στοιχεία, όμως ο τρόπος που επιχειρεί η κυβέρνηση να φτιάξει ένα σύστημα Κινητικότητας δεν πρόκειται να έχει αποτελέσματα, λέγοντας ότι «ήδη από το πρώτο άρθρο, ένα νομοσχέδιο για την κινητικότητα στην πραγματικότητα κατοχυρώνει το αμετακίνητο των δημοσίων υπαλλήλων. Είναι σε εθελοντική βάση.
Σε απλά ελληνικά, όποιος δεν θέλει να φύγει δεν φεύγει. Τι κι αν η υπηρεσία έχει υπεράριθμους, τι κι αν είναι άχρηστη, γιατί υπάρχουν άχρηστες υπηρεσίες, τι κι αν πρέπει να συρρικνωθεί για λόγους υπηρεσιακούς και οικονομικούς, δεν φεύγει, δεν μπορεί να μεταταχθεί, αν δεν θέλει. Τόσο απλό. Η πελατειακή βάση πρέπει να καθησυχαστεί. Η προνομιακή σχέση της κυβέρνησης με τους Δημοσίους Υπαλλήλους πρέπει να διατηρηθεί. Είναι εθελοντική, αυτοακυρώνεται στην πραγματικότητα.
Ακόμα και στην Κεντρική Επιτροπή Αξιολόγησης που διαφημίζεται ως διαφανές και αξιοκρατικό όργανο οι τέσσερις από τους επτά διορίζονται από τον εκάστοτε υπουργό και οι τρεις είναι εκπρόσωποι του ΑΣΕΠ και του Νομικού συμβουλίου του Κράτους. Αυτό σε απλά ελληνικά, κάνει ένα 5-2 υπέρ του Υπουργού στην καλύτερη περίπτωση. Έτσι δεν λειτουργεί καμία ανεξάρτητη επιτροπή».