Από την παραμονή όμως της αποχώρησης όλοι μας στη Λάρισα είχαμε πεισθεί ότι η βασιλεία των Ναζί έσβηνε πια, αφού βλέπαμε μηχανοκίνητες φάλαγγες να κινούνται προς βορράν και οι Γερμανοί να είναι πολύ ανήσυχοι και προετοιμαζόμασταν για την λευτεριά. Έτσι λοιπόν το απόγευμα της ημέρας της αποχώρησης και λίγο πριν της ώρας απαγόρευσης κυκλοφορίας, μαζί με άλλους τρεις φίλους που ήμασταν οργανωμένοι στην οικονομική επιτροπή ΕΠΟΝ Λάρισας, κλειστήκαμε στο πατάρι του εμπορικού καταστήματος, που όπως αναφέρω μυστικά χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκη συγκέντρωσης ειδών της ΕΠΟΝ και από τους φεγγίτες των παραθύρων του παταριού παρακολουθούσαμε στη διάρκεια της νύχτας την αποχώρηση των Γερμανικών μηχανοκίνητων και των πεζών, άλλωστε και πολλοί άλλοι της οργάνωσης ΕΑΜ, είχαν πιάσει επίκαιρες Θέσεις γύρω από την γέφυρα Αλκαζάρ και ιδία στον Άγιο Αχίλλειο.
Οι Γερμανοί όλο το βράδυ αποχωρούσαν βιαστικά, αν όχι δρομαίως. Στην αρχή κάπως κανονικά και συντεταγμένα, λίγο όμως πριν από τα μεσάνυχτα η αποχώρηση έμοιαζε με φυγή άτακτων ασκεριών. Τανκς με τις ερπύστριες και μαρσαρίσματα αυτοκινήτων που δονούσαν τον αέρα και έκαναν τα τζάμια να τρίζουν, ανακατωμένα έφευγαν με ταχύτητα, τα προσπερνούσαν όμως τζιπ και μοτοσυκλέτες με πλευρικές καρότσες, που επέβαιναν κυρίως αξιωματικοί, ακολουθούσαν στρατιώτες ασύνταχτοι με κρεμασμένα τα κεφάλια, που έσπευδαν κι' αυτοί χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους, παρουσιάζοντας εικόνα καταδιωκόμενου στρατού, εικόνα που έφερε στη θύμησή μου πως ήταν ο στρατός αυτός με το αυταρχικό και υπεροπτικό ύφος, που δεν καταδέχονταν να μας κοιτάξει, που όταν περνούσε με τον βροντεχτηρό ήχο των γυαλιστερών μποτών και τις μεταλλικές πλάκες στα στήθη, και προξενούσε δέος και πως κατάντησε. Ιδού η κατάντια, αυτών που ήθελαν να κατακτήσουν τον κόσμο όλο. Άτακτος φυγή, κάτι σαν το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» των Γάλλων στον Α' παγκόσμιο πόλεμο. Αυτά έχει ο πόλεμος, σήμερα κυρίαρχος, αύριο υποτελής. Δραματική εξ άλλου εικόνα παρουσίαζαν οι «οι τελευταίοι των Μοϊκανών» που ήταν σε κακά χάλια. Στρατιώτες με στολές σχισμένες και παλιοπάπουτσα, άλλοι με στρατιωτικά χιτώνια και παντελόνια πολιτικά και αντίστροφα, τραυματίες στρατιώτες τυλιγμένοι με γάζες, άρρωστοι, πολλοί από τους οποίους κυριολεκτικά σέρνονταν και γυναίκες και πολίτες σε άθλια κατάσταση που έκλειναν την πομπή-φυγή και που ήταν συνεργάτες των Γερμανών, που τους ακολούθησαν μήπως σώσουν τα βρωμερά τομάρια τους και όλοι τους φορτωμένοι με μπόγους στους ώμους και μασχάλες.
Σημειώνω εδώ ότι κατά την διάρκεια της αποχώρησης οι Γερμανοί στο πέρασμά τους, όπως το συζητούσαμε τότε, δεν προέβηκαν σε πράξεις βίας κατά των πολιτών και γυναικών για να αποδώσουμε «τα του θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Καθ΄ όλη την νύχτα δεν ακούστηκαν πυροβολισμοί παρά μόνο δύο ισχυροί κρότοι, που όπως εκ των υστέρων μάθαμε προερχόταν από ανατινάξεις αποθηκών και βέβαια μετά τα μεσάνυχτα άλλες δύο από τις ανατινάξεις των γεφυρών του Πηνειού, που ήταν τόσο ισχυρές, ώστε έσπασαν τα τζάμια του μαγαζιού που ήμασταν και στο οποίο καθίσαμε άλλες δυο ώρες περίπου μετά τις ανατινάξεις και τις ριπές πολυβόλων, φοβούμενοι μήπως βγαίνοντας πάθουμε την τελευταία στιγμή κανένα κάζο από τίποτα καθυστερημένους Γερμανούς. Άδικα όμως, γιατί στις δύο αυτές ώρες επικράτησε απόλυτη σιγή.
Βγήκαμε από το εμπορικό κατάστημα την ώρα που ξέσπαζε το ξημέρωμα και με το χέρι την Ελληνική σημαία, που σ' όλο το διάστημα της κατοχής φυλάγαμε κρυμμένη σ’ ένα ρολό χαρτονένιο, από αυτά που τυλίγονται τα βελούδα, τρέξαμε στην πλατεία και μη βρίσκοντας κοντάρι, κρεμάσαμε την σημαία από ένα καρφί στην πρόσοψη του εμποροραφείου του θείου μου, που ήταν τότε εκεί όπου σήμερα η Ιονική Τράπεζα, τραγουδώντας τον Εθνικό μας Ύμνο. Δεν πέρασε πολύ ώρα και εμφανίζονται μερικοί πιτσιρικάδες, χωρίς να μπορέσουμε να εξηγήσουμε πώς βρέθηκαν εκεί και αμέσως μετά έφθασε στην πλατεία κάποιος καβάλα πάνω σε ένα ξεσέλωτο κοκαλιάρικο άλογο και ειδοποίησε και εμάς ότι σε λίγο θα έφθανε το αντάρτικο Ιππικό. Αργότερα πέρασε από μπροστά μας ένας πολιτικός υπεύθυνος του ΕΑΜ, γεωπόνος, αν θυμάμαι καλά, ο οποίος διευθύνθηκε στο μικρό τότε κτίριο του ΟΤΕ, που ήταν όπου και σήμερα και δίπλα σχεδόν από το μαγαζί που αναφέραμε και το κατέλαβε, όταν δε πήγα να τον ιδώ, γιατί τον γνώριζα και βλέποντας πάνω στο γραφείο του ένα περίστροφο, τον ρώτησα τί σημαίνει αυτό και μου απάντησε «πάψε συ δεν ξέρεις», έφυγα απογοητευμένος. Πήγα σπίτι μου χτύπησα την καμπάνα της παλαιοημερολογίτικης εκκλησίας, που ήταν δίπλα και γύρισα πάλι στην Πλατεία.
Ο κόσμος βγήκε έξω μετά από λίγο και ύστερα από τις τόσες άλλες κωδωνοκρουσίες, τρέχοντας, ξεφωνίζοντας, τραγουδώντας. Η Λάρισα χαίρονταν την απελευθέρωσή της. Επί τέλους γαλήνη στην πόλη αυτή που δεν είδε ούτε στιγμή ησυχίας από τα πυρά των εχθρικών μεγαλοθηρίων του αέρος. Πλησίαζε μεσημέρι όταν εμφανίστηκε από την οδό σήμερα Κύπρου και κατευθύνονταν προς την πλατεία το Ιππικό, που κατά την διαδρομή οι κάτοικοι με ζητωκραυγές και λουλούδια που ήταν λιγοστά τότε και ιδίως με κλαδάκια δένδρων και αργότερα με γιορτές και πανηγύρια. Οι σκηνές ήταν συγκινητικές και αξέχαστες, όχι όμως με πυροτεχνήματα και λαμπάδες κλπ, όπως μερικοί τωρινοί ομιλητές αναφέρουν σε σχετικές με την απελευθέρωση εκδηλώσεις. Και με το κερί να έψαχνες δεν εύρισκες κεριά την εποχή εκείνη, μόνο γύρω από τον ιερό ναό του Αγ. Κωνσταντίνου έκαναν εμφάνιση μερικά κεριά. Όταν όμως πληροφορήθηκε το πλήθος ότι στο Γυμνάσιο βρέθηκαν εναποθηκευμένες γαλέτες και δεν ενθυμούμαι τι άλλο, οι περισσότεροι τροχάδην διευθύνθηκαν προς τα εκεί και φορτώθηκαν ο καθένας ότι μπορούσε. Τότε όπως ξαναείπαμε πρώτα ήταν η μάσα και ύστερα τα πανηγύρια .
Έτσι θυμάμαι την πρώτη ημέρα της απελευθέρωσης από τους απάνθρωπους Γερμανούς Ναζιστές, που μαζί με τους θλιβερούς και κατάπτυστους Ιταλούς καταδυνάστευσαν τον κόσμο όλο. Νικήθηκαν όμως, πνίγηκαν και εξαφανίστηκαν από το πρόσωπο της γης οι υπάνθρωποι, οι δαιμονισμένοι Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι με το χάρτινο οικοδόμημα των αυτοκρατοριών τους από το πνεύμα της Θεϊκής και ανθρώπινης δικαιοσύνης και πέρασαν όπως διάβηκαν μια ημέρα οι δυο «δαιμονισμένοι» του Ευαγγελίου.
Γι' αυτό αξίζει να τιμούμε τους αγωνιστές της νίκης και να γονατίζουμε μπροστά στους νεκρούς ήρωές μας, που μας έδωσαν την πανανθρώπινη λευτεριά.
Από την επομένη η Λάρισα άρχισε να βρίσκει τον ρυθμό της. Σιγά - σιγά άνοιξαν τα μαγαζιά της αγοράς και οι δρόμοι της κεντρικής πλατείας γέμισαν από μικροπωλητές που σε πάγκους πωλούσαν διάφορα είδη όπως τυριά, κασέρια, σταφίδες, χαρουπίνη, γλυκόζη ζαχαρίνη, γάλα σκόνη που σπάνιζε, σταφιδίνη και διάφορα άλλα που λίγο πολύ είχαν κρυμμένα και τα έβγαλαν στην επιφάνεια και που για περιτύλιγμα χρησιμοποιούσαν δικογραφίες των Δικαστηρίων. Άνοιξε επίσης και μια, ταβέρνα - μαγειρείο, πίσω από την Εθνική Τράπεζα που έμεινε στην Ιστορία, αφού στην αυλή της, ο γνωστός πανέξυπνος Λαρισαίος ταβερνιάρης, έκρυψε βαρέλια σιδερένια με λάδι θάβοντάς τα στη γη, και για να προφυλάξει από την κλοπή , έμπηξε πάνω από αυτά ταμπελίτσες με την ένδειξη «βόμβα μη εκραγείσα», πρωτοφανής επινόηση για τα χρονικά της κατοχής για αποφυγή πλιάτσικου . Επίσης πρέπει να αναφέρω ότι πολλές από τις βόμβες της Λουφτβάφε (χιτλερικής αεροπορίας) ήταν τσιμεντένιες με σιδερένιο πλαίσιο, πολλές από τις οποίες δεν έσκασαν και είναι ακόμη θαμμένες. Μάλιστα θυμάμαι μια που είχε πέσει στην οδό Μ. Αλεξάνδρου και δεν εξερράγη. Ήμουν παρών όταν το μεγάλο και βαθύ λάκκο που άνοιξε, για να τον σκεπάσουν, κάλυψαν την βόμβα με τσιμέντο και το λάκκο με πολλά κάρα χώμα, όπως επίσης θυμάμαι ότι οι σκελετοί των βομβών αυτών κατήντησαν να τις κάνουν γλάστρες για λουλούδια.
Και κλείνω το κεφάλαιο με το τετράστιχο του Αγγέλου Σικελιανού:
Ηχήστε οι σάλπιγγες… καμπάνες βροντερές
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγγα παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε στον αέρα.