Το ιστορικό της υπόθεσης που αναλύθηκε μέσω της ακροαματικής διαδικασίας η οποία ολοκληρώθηκε σε δύο συνεδριάσεις έχει ως εξής: Εταιρία από τον νομό Λάρισας, αποφάσισε να επεκταθεί κάνοντας χρήση του νόμου 3299/2004 και γι’ αυτό τον λόγο αποφάσισε να υποβάλει σχετική αίτηση στην Περιφέρεια και συγκεκριμένα προς τη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης. Με την ένταξή της θα μπορούσε να επιχορηγηθεί ακόμα και με 45% του συνολικού κόστους της επένδυσης. Όμως επειδή δεν γνώριζαν τον τρόπο αποφάσισαν να μιλήσουν με κάποιον ειδικό. Τότε ήταν που γνωρίστηκαν με την κατηγορούμενη. Οι άνθρωποι της εταιρίας την εμπιστεύτηκαν και την άκουγαν. Μια από τις συμβουλές που τους έδωσε, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ήταν να ενισχύσουν την πιστοληπτική τους ικανότητα για να πάρουν σίγουρα την έγκριση του επενδυτικού σχεδίου, μέσω δανείων.
Παράλληλα τους τόνιζε, πάντα σύμφωνα με το κατηγορητήριο, πως θα έπρεπε να καταθέσουν φάκελο για διπλάσιο ύψος επένδυσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έφτανε τα 2 εκατομμύρια ευρώ. Οι άνθρωποι της εταιρίας που έψαχνε την ανάπτυξη, πήραν δάνεια πολλών δεκάδων χιλιάδων ευρώ από διάφορες τράπεζες και μετέφεραν τα ποσά σε μια τράπεζα με την οποία η κατηγορούμενη συνεργαζόταν. Τότε τους είπε πως θα αναλάμβανε η ίδια το ζήτημα των δανείων και τους συμβούλεψε να μην πειράξουν τα ποσά από τα δάνεια πριν πάρουν τις απαιτούμενες άδειες. Όπως και έπραξαν σύμφωνα με τους ίδιους.
Όμως τότε ήταν που άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα ειδοποιητήρια από την τράπεζα και παρά το γεγονός πως τους καθησύχαζε η γυναίκα, άρχιζαν και οι τηλεφωνικές οχλήσεις από εταιρίες είσπραξης που συνεργάζονταν με τις τράπεζες. Αυτό τους ανάγκασε να πάνε οι ίδιοι στην τράπεζα και να ζητήσουν να πληροφορηθούν τι συμβαίνει καθώς ισχυρίζονταν πως δεν πείραξαν τα ποσά που είχαν δανειστεί. Τότε ανακάλυψαν πως τα χρήματα των λογαριασμών είχαν κάνει φτερά (!) ενώ ζήτησαν τα έγγραφα διακίνησης για τη μεταφορά των χρημάτων. Εκεί διαπίστωσαν πως στη θέση της υπογραφής πελάτη υπήρχε άλλη υπογραφή, για την οποία δεν είχαν δώσει καμία εξουσιοδότηση σε κανέναν. Μάλιστα πολλές φορές τα παραστατικά είχαν πάνω τη σφραγίδα της εταιρίας την οποία είχε η κατηγορούμενη για να υποβάλλει όμως μόνο τα δικαιολογητικά, σύμφωνα με τους παθόντες.
Όσον αφορά τώρα την τύχη της αίτησης για το αναπτυξιακό δάνειο μάλλον δεν είχε καμία ελπίδα αφού παρουσιάστηκαν σημαντικότατες ελλείψεις όσον αφορά στις βεβαιώσεις των τραπεζών που απαιτούνταν.
Η πρώτη κατηγορούμενη (οικονομολόγος) κρίθηκε ένοχη για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση άνω των 120.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση και για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα κατ’ εξακολούθηση πάλι. Καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης 9 ετών. Παράλληλα κρίθηκε αθώα για την πράξη της απάτης.
Η δεύτερη κατηγορούμενη κρίθηκε ένοχη για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα κατ’ εξακολούθηση καθώς δέχθηκε να μεταβιβαστούν τα αναληφθέντα ποσά σε τραπεζικό της λογαριασμό και γνώριζε ότι αυτά προέρχονται από τη δραστηριότητα της αδελφής της. Καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών. Το δικαστήριο αποφάνθηκε οι εφέσεις να έχουν αναστέλλουσα δύναμη ενώ στην πρώτη της επιβλήθηκε ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ