Ο λόγος για τον Λαρισαίο μηχανολόγο μηχανικό Ματθαίο Ρίζο που από τη Λάρισα βρέθηκε στη Μαυριτανία της βορειοδυτικής Αφρικής. Επιστρέφοντας και ξεκλέβοντας λίγο χρόνο από την προετοιμασία του για τον κλασικό μαραθώνιο της Αθήνας μιλά στην «Ε» για την εμπειρία του.
Τον Φεβρουάριο του 2016 η εταιρία που συνεργάζεται τον έστειλε στη Μαυριτανία προκειμένου να επιβλέψει την εξέλιξη ενός έργου. «Μου αρέσουν τα ταξίδια, ζούσα στο εξωτερικό, γιατί να μην πάω» σκέφτηκε «το είδα ως ευκαιρία. Εδώ δεν υπήρχαν δουλειές. Μόλις μου έκαναν την πρόταση, μετά από δύο ημέρες ήμουν ήδη στο αεροπλάνο για Αφρική. Τα εμβόλια τα έκανα τελευταία στιγμή. Οι γιατροί με τρομοκράτησαν λέγοντάς μου ότι το φάρμακο για την ελονοσία χρειάζεται δέκα ημέρες για να δράσει και εγώ ήδη βρισκόμουν εκεί τη δεύτερη ημέρα της λήψης του».
Η πρώτη εντύπωση της χώρας που θα τον φιλοξενούσε για πέντε μήνες δεν ήταν και η καλύτερη, «μόλις έφτανες έβλεπες μια απέραντη χωματερή. Γενικά δεν φοβάμαι, αλλά όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο και βρέθηκα στον χώρο του αεροδρομίου, αισθάνθηκα ότι ζω τις χειρότερες στιγμές της ζωής μου». Από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο λεπτό τίποτα δεν πήγαινε σωστά, μετά από είκοσι μία ώρες ταξιδιού βρέθηκε στο Νουακσότ χωρίς να μπορεί να συνεννοηθεί γιατί δεν γνώριζε κανείς από τους υπαλλήλους αγγλικά, με τον άνθρωπο που θα τον περίμενε άφαντο, με ζέστη, κουνούπια, κόσμο να σπρώχνει για μια σειρά και τους γιατρούς να τον έχουν τρομοκρατήσει! «Θυμήθηκα τον γιατρό, "Πρόσεχε τα κουνούπια είναι φορείς της ελονοσίας", κι εγώ δεν είχα κάνει σχεδόν καθόλου τη θεραπεία».
Ο Ματθαίος Ρίζος είναι ένας από τους νέους που εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, της έλλειψης εργασίας στην Ελλάδα αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό, να πουν ναι σε δουλειές ακόμα και σε χώρες όχι και τόσο αναπτυγμένες. Μετά το πρώτο σοκ, με τον πανικό όπως λέει να τον κυριεύει και να είναι κακός σύμβουλος, πέρασε η πρώτη βραδιά. Από την επομένη κιόλας ημέρα τα πράγματα έγιναν λίγο καλύτερα και οι Αφρικανοί τελικά δεν αποδείχτηκαν ανθρωποφάγοι «εδώ κυριαρχεί η ανθρωποφαγία», λέει και συμπληρώνει ότι «εκεί μετά από δέκα χρόνια αισθάνθηκα μηχανικός εδώ υπάρχει ταπείνωση. Για αυτό φεύγει ο κόσμος. Είμαστε μια γενιά που προσπάθησε αρκετά και αναγκαζόμαστε να φύγουμε από μια χώρα που παραμένει παράδεισος ακόμα και σήμερα».
ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
Σε χαλεπούς καιρούς δεν είναι λίγοι οι μηχανικοί, οι γιατροί και πολλοί άλλοι που ψάχνουν για νέες «εμπειρίες», για καινούργιες γνώσεις, για κάποια χρήματα επιπλέον. Βέβαια αυτό είναι ιδανικό σε χώρες της Ευρώπης ή στην Αμερική, για τους δυτικούς είναι δύσκολες οι συνθήκες στην Αφρική. «Όταν πας για έναν μήνα είναι εμπειρία, όταν πας όμως για πέντε μήνες είναι ταλαιπωρία», λέει ο Ματθαίος Ρίζος.
Σε μια περιοχή που όλα είναι άμμος, που κυριαρχεί ο ισλαμισμός και οι ανισότητες ανάμεσα στους ντόπιους κατοίκους οι επιλογές δεν είναι πολλές. Η θρησκεία υπάρχει παντού στην καθημερινότητα και τον δυτικό τον περιορίζει στις δραστηριότητές του. Ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο του ο Ματθαίος δεν είχε επιλογές διασκέδασης. «Η μόνη μας διασκέδαση ήταν στο εστιατόριο ενός Λιβανέζου, τρώγοντας ψάρι. Κάτι άλλο δεν υπήρχε, ούτε σε αλκοόλ, ούτε σε φαγητό», αναφέρει για να προσθέσει ότι «δεν ήθελα να φύγω για Αφρική, αλλά η Αφρική έχει οικοδομική ανάπτυξη. Είναι πολλές πλέον οι εταιρίες από το εξωτερικό που δραστηριοποιούνται εκεί. Εγώ ήμουν στην επίβλεψη ανέγερσης ενός εργοστασίου. Οι Έλληνες είναι περιζήτητοι γιατί είναι φθηνοί και έμπειροι. Είναι γνωστή πλέον η ανάγκη που έχουν για χρήματα και οι ξένοι το εκμεταλλεύονται».
Προλαβαίνει στην κουβέντα την ερώτηση αν θα πήγαινε ξανά στο Νουακσότ και λέει ότι «θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην φύγω. Η πολιτική και οικονομική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα με έστειλε. Είναι άδικο έτοιμο εκπαιδευόμενο προσωπικό να φεύγει για λίγα χρήματα. Όλοι πάνε στην Αφρική από ανάγκη, όσοι πήγαν για την περιπέτεια έφυγαν μέσα σε τρεις ημέρες».
ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΤΣΑΙ
«Το Νουακσότ είναι μια πόλη που ψάχνει την ταυτότητά της», υπογραμμίζει επιχειρώντας να περιγράψει την κατάσταση σε μια χώρα που είναι μόλις 45 ετών. «Οι άνθρωποι ήταν άνθρωποι της ερήμου και ζούσαν νομαδική ζωή. Επικρατεί μια χαλαρότητα, μια νωχελικότητα που τη βλέπεις στις κινήσεις των ανθρώπων, στον τρόπο που κάθονται κάτω από τα δέντρα τις εργάσιμες ημέρες και ώρες.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά της πόλης. Με τις πολυτελείς βίλες, με τους πανύψηλους φράχτες που δεν σε αφήνουν να δεις μέσα, όπου υπάρχουν τεράστια σπίτια με μεγάλες αυλές και φοινικόδεντρα. Συνήθως κάποιος ιδιωτικός φρουρός βρίσκεται έξω από την εντυπωσιακή πύλη του σπιτιού. Για να καταλάβει κανείς την αρχιτεκτονική του τόπου φτάνει να σκεφτεί ότι δίπλα από αυτές τις επιβλητικές κατοικίες μπορεί να είναι “χτισμένη” μια μικρή παραγκούπολη».
Κουβεντιάζοντας για τις τεράστιες αντιθέσεις και τις ανισότητες, η Μαυριτανία ζει τη δική της οικοδομική ανάπτυξη σαν άλλη Ελλάδα του ’90, «με το φεγγάρι της να έχει άλλο χρώμα» προσθέτει καθώς έφτασε η ώρα για λίγο τσάι, για το μαυριτανικό παραδοσιακό τσάι σερβιρισμένο με ιδιαίτερο τρόπο, τρεις φορές, που πίνεται από όλους και παντού αντί για καφέ.