Όταν συναντά κανείς μουσικούς στο δρόμο του βγάζουν ένα αίσθημα ελευθερίας, ξεγνοιασιάς, ταξιδιού. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για καλλιτέχνες που δεν βάζουν όρια και ταμπέλες στη μουσική.
Αυτές τις ημέρες βρίσκεται στον πεζόδρομο της Ασκληπιού για να μοιραστεί μαζί με τους Λαρισαίους, τους περαστικούς, τους βιαστικούς, τους αργόσχολους και τους ταξιδιώτες στιγμές και τραγούδια ο Ιρλανδός κιθαρίστας. Συνεσταλμένος έως και ντροπαλός, δεν αποκαλύπτει ούτε το όνομά του, βρίσκεται εκεί παίζει την κιθάρα του και τραγουδά.
Ο στόχος του δεν είναι μόνο καλλιτεχνικός και δεν έχει να κάνει μόνο με την αγάπη του για τη μουσική. Δεν είναι τουρίστας, ούτε θα ήθελε να μείνει εδώ. Όπως πολλοί, έτσι και αυτός είναι περαστικός από την πόλη. Βρέθηκε τυχαία, και τώρα προσπαθεί να φύγει. Τα βράδια δεν κοιμάται σε κάποιο ξενοδοχείο, ούτε τον φιλοξενούν σε σπίτι. «Κοιμάμαι στο πάρκο», μας λέει «και υπάρχουν διαστήματα που κάνω να φάω μέρες». Τον Ιρλανδό κιθαρίστα της Ασκληπιού τον συναντήσαμε την ώρα που «παζάρευε» να αγοράσει από έναν Πακιστανό μια ξυριστική μηχανή, «ψάχνω κάτι που να μην απαιτεί για να λειτουργήσει μόνο με ρεύμα». Πριν από επτά μήνες βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπως λέει έσπασε το χέρι του, κάποιοι του έκλεψαν ό,τι είχε και δεν είχε, ακόμα και το διαβατήριό του και από εκείνη τη μέρα ταξιδεύσει και τραγουδά στους δρόμους των πόλεων προκειμένου να μαζέψει χρήματα για να επιστρέψει στη χώρα του.
Το μόνο που του έχει απομείνει είναι η κιθάρα του, μια σχέση πάθους καθώς εκτός από την αγάπη που έχει για τη μουσική είναι το μόνο μέσο που θα τον μεταφέρει στον τόπο του.
Ο κόσμος περνά από μπροστά του, ελάχιστοι κοντοστέκονται για να τον ακούσουν, συνήθως μουσικοί. Είναι αυτοί που κάτι θα ρίξουν στη θήκη της κιθάρας, άλλοτε λίγα, άλλοτε πολλά όσα μπορεί ο καθένας. «Τους μουσικούς του δρόμου πάντα πρέπει να τους βοηθάμε, με όσα μπορούμε. Είναι καλλιτέχνες. Παίζουν, μας διασκεδάζουν, δεν επαιτούν. Σήμερα είναι αυτοί, αύριο μπορεί να είμαστε εμείς», συνηθίζουν να λένε.
Ζωή Παρμάκη