Ρεπορτάζ: Κώστας Γκιάστας
Και αν πριν από λίγα χρόνια η απειλή «θα σου κάνω μήνυση» γινόταν εύκολα πράξη, πλέον για να το πεις πρέπει να το σκεφτείς πιο… σοβαρά και να λάβεις αρκετούς παράγοντες υπόψη.
Σε μεγάλη πτώση, που σε βάθος δεκαετίας φτάνει σχεδόν το 50%, βρίσκονται οι μηνύσεις που κατατίθενται στον νομό Λάρισας από ανθρώπους που προσπαθούν να βρούνε το δίκιο τους μέσω της δικαστικής οδού. Είναι χαρακτηριστικό πως από τις 15.406 που είχαν καταγραφεί το 2005 φτάσαμε σχεδόν στις μισές (8.313) το 2015. Αν μάλιστα υπολογίσουμε και το γεγονός πως μέχρι στιγμής ο αριθμός είναι πολύ μικρός (2.457 στις αρχές Μαΐου) τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό πως κάτι έχει αλλάξει. Τι όμως;
Σύμφωνα με τους ειδικούς, αρκετοί παράγοντες έχουν παίξει ρόλο στη δημιουργία αυτών των αριθμητικών δεδομένων. Ένας από αυτούς είναι σαφώς η αύξηση του παραβόλου στα 100 ευρώ, παράγοντας ο οποίος όμως πρέπει να συνδυαστεί και με τη βαθιά οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών. Αυτός ο συνδυασμός έχει παίξει τον σημαντικότερο ρόλο στο γεγονός πως ο πολίτης κάνει μια δεύτερη σκέψη πριν οδηγηθεί στο Δικαστικό ή το Αστυνομικό Μέγαρο της Λάρισας.
«Ενδεχομένως και το παράβολο να έχει παίξει ρόλο στη διαμόρφωση αυτή» επιβεβαιώνει στην «Ε», εισαγγελική πηγή και συμπληρώνει: «Λειτουργεί ως φίλτρο και μειώθηκε αρκετά ο δικαστηριακός όγκος. Δεν είμαστε κατακριτές του παράβολου είναι ένας θεμιτός περιορισμός. Πρέπει άλλωστε η δικαιοσύνη να αφήνει πίσω της τέτοιο όγκο και να γίνει πιο ευέλικτη για να ασχοληθεί με σπουδαιότερα ζητήματα. Αυτό είναι και ένα διαρκές αίτημα των δικαστικών ενώσεων. Να εμβαθύνουν και να μην μένουν πίσω».
Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν και τεχνικά ζητήματα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Στα τέλη του 2010 ο νόμος 3904 για τον εξορθολογισμό και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης αποποινικοποίησε μερικές αξιόποινες πράξεις ήσσονος σημασίας και υποβίβασε κάποια πλημμελήματα σε πταίσματα, ώστε να ελαφρυνθεί η ύλη των πλημμελειοδικείων. Την ίδια ώρα όμως οι ποινές για τις πταισματικές πλέον παραβάσεις, δεν απείχαν πολύ από τις απειλούμενες στους νόμους πλημμεληματικές ποινές.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ
Είναι χαρακτηριστικό πως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών εισέρχονταν ετησίως περίπου 60.000 μηνύσεις για αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) και 20.000 μηνύσεις για πλημμελήματα υγειονομικών διατάξεων. Ανάλογα μεγάλος ήταν και ο αριθμός στην αντίστοιχη Εισαγγελία Λάρισας εκείνα τα χρόνια.
Με τον συγκεκριμένο νόμο πραγματικά τα αποτελέσματα έκαναν άμεσα την εμφάνισή τους στον αριθμό των μηνύσεων στη Λάρισα. Ενώ το 2010 οι μηνύσεις ήταν 11.014 το 2012 έγιναν 8 χιλιάδες το 2012. Κατακόρυφη πτώση δηλαδή.
«Όπου ο νομοθέτης τόλμησε ακόμα και με απλά βήματα για αποσυμφόρηση υπήρξε αποτέλεσμα» τονίζει χαρακτηριστικά στην «Ε» εισαγγελική πηγή. Όμως από το 2012 επανήλθε ένας μεγάλος όγκος αδικημάτων ως πλημμελήματα. Αυτόματα σημειώθηκε αύξηση των πινακίων με υποθέσεις που σύμφωνα με τις ίδιες πηγές «πραγματικά δεν θα έπρεπε να ασχολείται ο εν λόγω τομέας». Γρήγορα οι 8 χιλιάδες ξεπέρασαν ξανά τις 10 χιλιάδες (10.164) σε δύο μόλις χρόνια.
ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ
Άμεση σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα έχουν σαφώς οι δικηγόροι. Καταθέτοντας την άποψή τους στην «Ε» μέλη του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας τονίζουν αρχικά πως «παρότι η πολυθρύλητη «επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης» αποτελεί διακηρυγμένο στόχο όλων των κυβερνήσεων και των μνημονίων, η αλήθεια είναι ότι πολύ λίγες πρωτοβουλίες έχουν ληφθεί σχετικά. Και αυτές όμως μικρό έως ανύπαρκτο αποτέλεσμα είχαν, αφού πάντοτε γίνονταν με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο είτε να μην υπάρχει δημοσιονομικό κόστος, είτε βάσει εισπρακτικής λογικής».
Αναφερόμενοι στην αύξηση του παραβόλου στο ποσό των 100 ευρώ υπογραμμίζουν: «Στον ευαίσθητο κλάδο της δικαιοσύνης, αυτό οδήγησε σε εξωφρενική αύξηση των παραβόλων και των εξόδων που βαρύνουν τον πολίτη που προσφεύγει σε αυτή. Βέβαια, υπάρχει πρόβλεψη για απαλλαγή σε περίπτωση απορίας, όμως γεγονός παραμένει ότι τα παράβολα αποτελούν πλέον αξεπέραστο εμπόδιο για σημαντική μερίδα συμπολιτών μας. Διότι δεν νοείται π.χ. να σου έχουν κλέψει ένα πορτοφόλι με ποσό 100 ευρώ και να σκέφτεσαι αν θα υποβάλεις έγκληση διότι τα συνολικά παράβολα ανέρχονται σε 150 (100+50) ευρώ αντί των 15 (10+5) ευρώ που ίσχυαν προηγούμενα. Αυτή η «λύση» για τη μείωση των μηνύσεων θυμίζει την παροιμία «πονάει χέρι-κόψει χέρι».
Όνειδος αποτελούν εξάλλου οι επαναλαμβανόμενες «ρυθμίσεις-σκούπα» που βάζουν στο αρχείο δεκάδες χιλιάδες υποθέσεις για τις οποίες έχουν πληρωθεί παράβολα και έξοδα και έχουν σπαταληθεί άπειρες εργατοώρες εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών, γραμματέων και δικηγόρων, την ίδια ώρα που τα εκθέματα των ποινικών δικαστηρίων στενάζουν από «ξένες» υποθέσεις, όπως οφειλές προς το Δημόσιο και ασφαλιστικούς φορείς, παραβάσεις ΚΟΚ, επιταγές κλπ».
Εν κατακλείδι ζητώντας την άποψη ατόμων του δικηγορικού κόσμου, περί του προβλήματος απονομής δικαιοσύνης λένε στην «Ε» πως «Από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίσαμε ότι το πρόβλημα στην απονομή δικαιοσύνης είναι δομικό και έχει να κάνει κυρίως με την έλλειψη υλικοτεχνικών υποδομών, ενιαίας μηχανογράφησης και προσωπικού. Τα μέτρα που λήφθηκαν αποτελούν φθηνά άλλοθι των εκάστοτε κυβερνώντων και δεν βοηθούν στην επίλυση των πραγματικού προβλήματος. Είναι δε γνωστό ότι η αύξηση των παραβόλων κατά 1000% δεν έχει οδηγήσει σε αντίστοιχη μείωση των μηνύσεων, αλλά η όποια μικρή μείωση (μικρότερη του 10%) προφανώς αφορά σε μερίδα πολιτών που δεν καλύπτονται από το ευεργέτημα πενίας και ταυτόχρονα δεν δύνανται να καλύψουν τα παράβολα. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούμαστε βαθμιαία σε μια δικαιοσύνη απευθυνόμενη στους οικονομικά ισχυρούς, ενώ από την άλλη οι υποδομές να υπολείπονται ακόμη και έναντι χωρών όπως η Τουρκία και η Αλβανία που κινούνται σε ρυθμούς ψηφιακής δικαιοσύνης» κατέληξαν.
ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΗΝ «Ε» Η ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Είναι ο Έλληνας δικομανής;
«Είναι ο Έλληνας δικομανής;». Στο δύσκολο αυτό ερώτημα καλείται να απαντήσει η ψυχολόγος, PhD διδάκτωρ Ιατρικής Πανεπιστημίου Κρήτης, Σοφία Παπαϊωάννου που αρχικά αναφέρει πως η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή όμως «Κοιτώντας τη γενική εικόνα και το μεγάλο αριθμό πολιτών που καταφεύγουν στη δικαιοσύνη είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς την απόδοση του χαρακτηρισμού του δικομανούς στον Έλληνα. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η δικομανία είναι γραμμένη στα γονίδια των Ελλήνων, αφού από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν κοινή πρακτική η επίλυση των διαφορών με προσφυγή στα δικαστήρια. Μαζί με τη φιλοσοφία λοιπόν και τα υπόλοιπα στοιχεία του αρχαίου πολιτισμού φαίνεται ότι μας κληροδοτήθηκε και η ροπή προς επιδίωξη της δικαστικής παράστασης.
Από την άλλη πλευρά, όταν κατά κοινή ομολογία ζούμε σε μια κοινωνία όπου βασιλεύει η αναξιοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα θίγονται καθημερινά ακόμα και από το ίδιο το κράτος, δεν μένει στον θιγόμενο παρά η αναζήτηση της δικαίωσης με τη χρήση ένδικων μέσων. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για δικομανία, αλλά πρόκειται για αναζήτηση της δικαίωσης. Το αίσθημα της αδικίας που βιώνει κάποιος και η αγωνία της δικαίωσης μπορεί να δημιουργήσει συναισθηματικές δυσκολίες, να επηρεάσει την επιθυμία για επικοινωνία και να εγκλωβίσει το άτομο σε ένα καθεστώς δυστυχίας, ανελευθερίας και κατάθλιψης».
Σκιαγράφοντας το προφίλ του δικομανή η κ. Παπαϊωάννου λέει: «Η ψυχολογία του δικομανή όμως είναι τελείως διαφορετική. Ο δικομανής έχει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα που χαρακτηρίζεται από εγωισμό, ισχυρογνωμοσύνη, εκδικητικότητα και αντικοινωνικότητα. Συνήθως, έχει την τάση να προσφεύγει ασκόπως στη δικαιοσύνη με στόχο την ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων, που τις περισσότερες φορές κρύβονται πίσω από το πρόσχημα της υπεράσπισης του νόμου, του αισθήματος δικαίου και του δημοσίου συμφέροντος. Οι ενέργειες των δικομανών ενδέχεται να ζημιώνουν τρίτα άτομα, αλλά το σίγουρο είναι ότι καθυστερούν το έργο της δικαιοσύνης. Φρένο στη δράση αυτών των ατόμων φαίνεται ότι έβαλε ως ένα βαθμό η οικονομική κρίση και η αύξηση των δικαστικών εξόδων. Ωστόσο, παραμένει μειωμένος αλλά σημαντικός ο αριθμός των μηνύσεων. Για την ουσιαστική μείωση του φαινομένου θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν πρόσθετα μέτρα όπως ο περιορισμός της πολυνομίας και η καλύτερη γνώση της νομοθεσίας από πλευράς των πολιτών. Ακόμη σημαντικότερη όμως θα ήταν η καλλιέργεια του γόνιμου διαλόγου, με στόχο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων αλλά και την εξεύρεση λύσεων μέσω συμβιβασμού κατά περίπτωση, ώστε να μην κρίνεται πάντα αναγκαία η προσφυγή στα δικαστήρια» καταλήγει.