Του Κώστα Γκιάστα
Φωτ. Λεωνίδας Τζέκας
Αυτές είναι οι μέρες τους. Τα μοσχοβολιστά αντικείμενα που πηγάζουν από την τέχνη τους γίνονται ανάρπαστα σε όλη την Ελλάδα. Οι κηροπλάστες αυτήν την περίοδο, ανάβουν μια δική τους… λαμπάδα για την -έστω και μικρή- οικονομική «ανάσταση», λόγω του Πάσχα. Κάποιοι ψάχνουν χρωματιστές, άλλοι ολόλευκες, μερικοί τις θέλουν από καθαρό κερί μέλισσας. Τα παιδιά πάλι, δείχνουν αδιάφορα για την ποιότητα, αρκεί να έχει δώρο… Όλοι ωστόσο θέλουν μια λαμπάδα. Πώς όμως φτάνει στα χέρια μας; Αυτό ζητάμε από τον κ. Αχιλλέα Λαμπρονίκο να μας εξηγήσει, την ώρα μάλιστα που ετοιμάζει λαμπάδες, κεριά εκκλησίας και διακοσμητικά κεριά.
Ανάβει ένα μεγάλο καζάνι και ρίχνει μέσα λευκές πλάκες. «Αυτή είναι η παραφίνη βασικό στοιχείο για την παραγωγή του κεριού. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες ανάλογα με το τι θέλεις να φτιάξεις. Πριν από τη βιομηχανική επανάσταση τα κεριά τα έφτιαχναν στα σπίτια. Ήταν από ζωικό λίπος, το ξίγκι». Μας δείχνει φωτογραφίες από σχετικά βιβλία και φαίνονται πως δεν μοιάζουν καθόλου με τα σημερινά. «Τότε τα κεριά έβγαζαν καπνό, έσταζαν και βρομούσαν. Τώρα είναι άκαπνα, άοσμα και ελεγχόμενης καύσης» λέει και συμπληρώνει με ένα λευκό προϊόν σε σκόνη. «Αυτήν είναι η στεατίνη. Πριν από 200 χρόνια τη βγάζανε από το λίπος της φάλαινας. Ευτυχώς σήμερα την εξάγουμε από τους καρπούς του φοινικόδεντρου» χαμογελάει καθώς εξηγεί τις ιδιότητές του. «Βασικά διευκολύνει την εξαγωγή των κεριών από τα καλούπια. Διαλύει καλύτερα τις βαφές, επιβραδύνει την καύση του κεριού και τέλος κάνει το κερί πιο αδιάφανο επιτείνοντας και τη λευκότητα των λευκών».
Πάει στην άλλη άκρη του εργαστηρίου και ετοιμάζει τα φιτίλια. Πλεκτό βαμβάκι με ειδική επεξεργασία σε βορικό οξύ. «Αυτό είναι το πιο νευραλγικό κομμάτι αφού από το μέγεθός του εξαρτάται η καύση. Τα ετοιμάζεις ανάλογα με το μέγεθος της λαμπάδας. Δεν πρέπει ούτε να καπνίζει η λαμπάδα, ούτε και να «τρέχει». Παίζει μεγάλο ρόλο».
Έπειτα αρχίζει την εμβάπτιση. «Ανάλογα το μέγεθος που θέλεις, κάνεις και τόσες επαναλήψεις» και αφού τελειώνει κάνει και τη δική του τεχνική με σκοπό να δώσει το σχήμα που θέλει στο κάτω μέρος.
Σκουπίζει τα χέρια του και πιάνει ένα κερί. Το τυλίγει γύρω από τα δάχτυλά του και το επαναφέρει πάλι στην αρχική του θέση. Φυσικά και δεν παθαίνει τίποτα. Είναι μελισσοκέρι και μοσχοβολάει αμέσως μόλις το πιάνουμε. «Εκτός από τη φωτιστική τους χρήση, χρησιμοποιούσαν παλιά τα κεριά και σαν μέσο μέτρησης της ώρας. Στους πλειστηριασμούς, ο χρόνος διάρκειας της προσφοράς καθοριζόταν καρφώνοντας μια καρφίτσα στο πλάι του κεριού. Η προσφορά σταματούσε μόλις έπεφτε η καρφίτσα, λιώνοντας το κερί».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως έπεσε και η δική μας η καρφίτσα. Ώρα να φεύγουμε και ψάχνουμε να κλείσουμε το φως από το εργαστήριο. Το ακούει ο διαβασμένος κηροποιός και γελάει. «Ξέρετε ποια είναι η ειρωνεία. Το γεγονός πως η τέχνη της κηροποιίας τελειοποιήθηκε μετά την ανακάλυψη του ηλεκτρικού ρεύματος. Όπως και να ‘χει όμως τα κεριά και οι λαμπάδες δεν σταματάνε. Είτε με ρεύμα, είτε χωρίς. Το ίδιο και οι κηροποιοί.