Γιοχάνεσμπουργκ
Η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πανηγυρίζει για την ανακάλυψη ενός νέου είδους προϊστορικού ανθρώπου, όμως ο ισχυρισμός δεν δείχνει να πείθει όλη την ερευνητική κοινότητα.
Η ομάδα του Λι Μπέργκερ, παλαιοανθρωπολόγου στο Πανεπιστήμιο Ουιτγουότερσραντ του Γιοχάνεσμπουργκ, έγινε πρωτοσέλιδο την περασμένη εβδομάδα όταν ανακοίνωσε την ανακάλυψη οστών του «Homo naledi» σε σπήλαιο κοντά στη νοτιοαφρικανική πρωτεύουσα.
Η ανακοίνωση, σχολιάζει το Reuters, έφερε ενθουσιασμό σε μια χώρα που βρίσκεται σε ύφεση και αντιμετωπίζει διακοπές ηλεκτροδότησης. «Είμαστε ενθουσιασμένοι που ήρθαν στο φως ευρήματα που δεν φανταζόμασταν ποτέ σε αυτή τη χώρα» δήλωσε ο νοτιοαφρικανός αντιπρόεδρος Κίριλ Ραμαφόζα, ο οποίος ήταν παρών στην τηλεοπτική παρουσίαση της ανακάλυψης».
Ορισμένοι επιστήμονες όμως δεν συμμερίζονται τον ενθουσιασμό του. Ο Τιμ Ουάιτ, παλαιοανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, δηλώνει πως, με βάση ό,τι έχει δει, τα απολιθωμένα οστά ανήκουν σε Homo erectus, έναν πρόγονο του σύγχρονου ανθρώπου που είναι γνωστός από τον 19ο αιώνα.
«Τα νέα είδη δεν μπορούν να δημιουργούνται με προχειρότητα. Για να ισχυριστεί κανείς ότι ανακάλυψε νέο είδος πρέπει να δείξει ότι το είδος αυτό είναι διαφορετικό από όλα όσα γνωρίζουμε» επισήμανε.
Όπως εξήγησε, οι μελέτες του Δρ Μπέργκερ βασίστηκαν σε σύγκριση 83 ανατομικών χαρακτηριστικών ανάμεσα στον Homo naledi και άλλα είδη.
«Αν κοιτάξει κανείς τα χαρακτηριστικά που υποτίθεται ότι διαφέρουν σε σχέση με τον Homo erectus, διαπιστώνει ότι η παρουσίαση του Homo erectus είναι συχνά ανακριβής» λέει ο Ουάιτ. Επιπλέον, «μόνο τα 13 από τα 83 χαρακτηριστικά φέρονται να διαφέρουν».
Προβληματισμό προκαλεί επίσης η αδυναμία χρονολόγησης των ευρημάτων, η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να τοποθετηθεί το «νέο είδος» στη σωστή θέση του ανθρώπινου εξελικτικού δέντρου.
Ο Δρ Μπέργκερ δήλωσε ότι υποψιάζεται, χωρίς όμως να μπορεί να το αποδείξει, ότι ο Homo naledi εμφανίστηκε κοντά στη ρίζα του γένους Homo, πριν από 2,5 έως 2,8 εκατομμύρια χρόνια.
Επιφυλάξεις για την ερμηνεία των ευρημάτων διατυπώνει στο Reuters και ο Κρίστοφ Τσόλικοφερ του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης: «Στην επιστήμη υπάρχει πάντα ένα χάσμα ανάμεσα στα δεδομένα και την ερμηνεία τους. Στην περίπτωση της ανακήρυξης ενός νέου είδους, το χάσμα είναι πραγματικά μεγάλο» σχολίασε.
Ο Μπέργκερ, από την πλευρά του, δηλώνει ότι οι επικριτές του βιάζονται να εξάγουν συμπεράσματα.
Συνολικά 12 άρθρα για τα ευρήματα υποβλήθηκαν για δημοσίευση στο Nature, ένα από τα πλέον έγκριτα επιστημονικά περιοδικά. Το Nature όμως τα απέρριψε, χωρίς να εξηγεί το λόγο, και οι δημοσιεύσεις εμφανίστηκαν τελικά στην επιθεώρηση eLife.
«Το Nature δημοσιεύει σύντομα άρθρα για μεγάλες ανακαλύψεις. Εμείς προσπαθήσαμε να δημοσιεύσουμε 12 και ήταν απλά υπερβολικά πολλά» υποστηρίζει τώρα ο Μπέργκερ.
Ο αμερικανός Μπέργκερ έχει στο ενεργητικό του κι άλλους παρόμοιους επιστημονικούς καβγάδες. Το 1995, ο ίδιος και ένας συνάδελφός του υποστήριξαν ότι το «Παιδί του Τουάνγκ», ένας διάσημος σκελετός που ήρθε στο φως το 1924, είχε σκοτωθεί από αετό.
Ο ισχυρισμός του προκάλεσε αντιδράσεις. Μια δεκαετία αργότερα, όμως, μελέτη για το κυνήγι πρωτευόντων θηλαστικών από αετούς δικαίωσε τον Μπέργκερ, καθώς έδειξε ότι τα σημάδια στην οφθαλμική κόγχη του Παιδιού του Τουάνγκ ταίριαζαν με τα σημάδια στα κρανία σημερινών πιθήκων που είχαν σκοτωθεί από αετούς.