Tο πρώτο την προνομιακή πώληση οπλισμού στην Κύπρο κατευθείαν από την Ουάσινγκτον κάτι ο οποίο μειώνει την ταχύτητα και το κόστος αλλά και δίνει πρόσβαση σε εξοπλισμό ο οποίος δεν διατίθεται στην αγορά.
To δεύτερο αφορά τη διάθεση σε φιλικές και συμμαχικές χώρες, είτε δωρεάν είτε σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, πολεμικού υλικού. Και αυτό είναι κρίσιμο για την περαιτέρω αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς.
Tο τρίτο αφορά την υποστήριξη, την εκπαίδευση και τη διενέργεια κοινών ασκήσεων για θέματα άμυνας αλλά και τρομοκρατίας.
H Λευκωσία δεν άφησε αναπάντητη την αντίδραση της Άγκυρας και το σχόλιό της περί «σκανδαλώδους απόφασης», λέγοντας πως τα εξοπλιστικά προγράμματα της Κύπρου αφορούν την άμυνά της και μόνο, την ώρα που η Τουρκία διατηρεί παράνομα μερικές δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στο νησί.
ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ ΟΙ ΠΙΟ ΣΤΑΘΕΡΟΙ
ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ
Η ιστορική αυτή απόφαση είναι το επιστέγασμα της -ραγδαία αναπτυσσόμενης- σχέσης ανάμεσα στις δυο χώρες και ανοίγει τον δρόμο για την εδραίωση ενός νέου ρόλο για την Κύπρο στην περιοχή.
Στην Ουάσινγκτον έχουν καταλήξει εδώ και καιρό ότι η Κύπρος μαζί με την Ελλάδα αποτελούν τους πιο σταθερούς και αξιόπιστους συμμάχους τους, σε μια περιοχή όπου συντελούνται δομικές ανακατατάξεις και ως εκ τούτου έκριναν ότι η Κύπρος πρέπει να μπορεί να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα. Πώς θα το κάνει αυτό; Ενισχύοντας την άμυνα της και εκσυγχρονίζοντας την εθνική φρουρά, καθώς κάτι τέτοιο εξυπηρετεί πια ξεκάθαρα τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα προγράμματα στα οποία ενέταξε ο Πρόεδρος Μπάιντεν την Κύπρο -δηλαδή πρόγραμμα διεθνών πωλήσεων στρατιωτικού υλικού, πρόγραμμα παροχής πλεονάζοντος αμυντικού υλικού και προγράμματα εκπαίδευσης και εξοπλισμού- σταδιακά θα οδηγήσουν στην εκπλήρωση του κοινού στόχου περί διαλειτουργικότητας της άμυνας των δύο χωρών καθώς αυτό πια είναι το ζητούμενο.