Ο ηθοποιός είχε επιλεγεί να ενσαρκώσει τον ρόλο του επιθεωρητή Φάμπιο Μοντάλ, μυθιστορηματικού ήρωα του Ζαν Κλοντ Ιζό, στην περίφημη «τριλογία της Μασσαλίας» που αποτελείται από τα βιβλία «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», «Το τσούρμο» και «Solea» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις) και η οποία μεταφέρθηκε στην τηλεόραση.
Βαθιά αριστερός ο συγγραφέας, έδωσε αντίστοιχα χαρακτηριστικά και στον ήρωά του, ο οποίος καλείται μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει ακροδεξιούς στην πλοκή των βιβλίων του. Αντιλαμβάνεται κανείς για ποιους λόγους αντέδρασαν οι αριστεροί κύκλοι. Πώς θα μπορούσε να ενσαρκώσει αυτόν τον ρόλο ο Ντελόν, παραδοσιακά γκωλικός Δεξιός από νεαρή ηλικία και φίλος, αλλά και υποστηρικτής του Ζαν Μαρί Λεπέν αργότερα;
Η «Ουμανιτέ» λοιπόν υπερασπίστηκε αυτή την επιλογή στη λογική πως ένας ηθοποιός υποδύεται απλώς έναν ρόλο, δεν είναι ο χαρακτήρας του, σε σημείο που ο ίδιος ο Ντελόν πήρε τηλέφωνο στα γραφεία της εφημερίδας, λέγοντας: «Ουμανιτέ; Εδώ ο κύριος Μοντάλ». Ακολούθησε μια συνέντευξη του ηθοποιού λίγο καιρό αργότερα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα. Την «Ουμανιτέ» μόνο ως «πλυντήριο» της Ακροδεξιάς δεν θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος. Γιατί μπήκε όμως σε αυτή τη διαδικασία, τονίζοντας αυτό που για κάποιους είναι προφανές και για κάποιους άλλους όχι; Να ξεχωρίζει δηλαδή τον άνθρωπο και τις ιδέες του σε σχέση με το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα.
Ακόμα και στο φύλλο της ανημερα του θανάτου του , η εφημερίδα δεν χαρίστηκε στον Ντελόν όσον αφορά το πρώτο σκέλος. Σε έτερη ανάλυση υπενθυμίζει το πόσο σεξιστής ήταν, όπως επίσης και τις ακραίες απόψεις του για τη θανατική ποινή, την ομοφοβία του κλπ. Εννοείται πως σε όλα αυτά υπάρχουν αναφορές για το πως στήριξε τον Νικολά Σαρκοζί ή για τη φιλία του με τον ακροδεξιό Λεπέν.
Ο θάνατος του Ντελόν επανάφερε στη δημόσια σφαίρα τη συζήτηση για το αν μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στην ιστορία της Τέχνης (λογοτεχνία, κινηματογράφος, μουσική κλπ.) που το κοινό καλείται να πάρει θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ποια στάση μπορεί να κρατήσει κανείς όταν ξέρει ότι ο τάδε ήταν ένας απαράδεκτος τύπος αλλά την ίδια ώρα το έργο του είναι αξιομνημόνευτο; Το ποτάμι άραγε τα παρασύρει όλα στο διάβα του; Ας δούμε κάποιες περιπτώσεις με τέτοια χαρακτηριστικά.
Κούρτσιο Μαλαπάρτε
Με πατέρα Γερμανό και μητέρα Ιταλίδα, ο Μαλαπάρτε έμεινε κατά κύριο λόγο στην Ιστορία για τρία εμβληματικά βιβλία του. Τα μυθιστορήματα «Το Δέρμα» και «Καπούτ» (στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) και το δοκίμιο «Η τέχνη του πραξικοπήματος» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ιωλκός).
Τα δύο πρώτα είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας του ως πολεμικού ανταποκριτή στον Β παγκόσμιο πόλεμο. Ωμός ρεαλισμός που αποτυπώνει τη φρίκη του πολέμου. Το τρίτο γράφτηκε όταν ο Μαλαπάρτε υποστήριζε τον Μουσολίνι και αποτέλεσε μέλος του φασιστικού κόμματος της Ιταλίας, κάτι που αποκύρηξε αργότερα κι έγινε αντιφασίστας.
Κνουτ Χάμσουν
Ο νορβηγός λογοτέχνης, νικητής του βραβείου Νομπέλ το 1920 ήταν ξεκάθαρα εθνικοσοσιαλιστής και θαυμαστής του Χίτλερ, με τον οποίο είχε τακτική αλληλογραφία. Η ειρωνεία είναι πως για τις ιδέες του τιμωρήθηκε η οικογένειά του, καθώς μετά τον πόλεμο τόσο η γυναίκα του όσο και τα παιδιά του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Ο ίδιος τη γλίτωσε με χρηματικό πρόστιμο.
Τα βιβλία του απαγορεύτηκαν για χρόνια στη Νορβηγία. Πολύ αργότερα αποκαταστάθηκε η φήμη του ως λογοτέχνη, όταν κορυφαίοι συγγραφείς του 20ου αιώνα μίλησαν για την τέχνη του και μόνο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ισαάκ Σίνγκερ (Πολωνοεβραίος στην καταγωγή, Νομπέλ Λογοτεχνίας 1978) που μιλώντας για τον Χάμσουν, τον χαρακτήρισε «πατέρα της σύγχρονης σχολής λογοτεχνίας σε κάθε πτυχή του – την υποκειμενικότητά του, την αποσπασματικότητά του, τη χρήση των αναδρομών στο παρελθόν, το λυρισμό του. Ολόκληρη η μοντέρνα σχολή της μυθοπλασίας τον εικοστό αιώνα έχει τις ρίζες της στον Χάμσουν».
Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ένας φημισμένος συγγραφέας –και μάλιστα με εβραϊκή καταγωγή- είχε σκοπό να «ξεπλύνει» ένα φιλοναζί. Το ίδιο ισχύει και για τους μελετητές του έργου του απ’ όλο τον κόσμο που θεωρούν πως ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του Χάμσουν, η «Πείνα» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) επηρέασε βαθιά συγγραφείς όπως ο Φραντς Κάφκα, ο Τόμας Μαν και ο Στέφαν Τσβάιχ.
Λουί Φερντινάντ Σελίν
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αν κάποια στιγμή διαβάσεις το «Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας» του Σελίν (στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας), θα αλλάξει ο τρόπος που βλέπεις τη λογοτεχνία. Στη Γαλλία, χώρα καταγωγής του, οι απόψεις διίστανται, υπάρχουν εκείνοι που τον θεωρούν κορυφαίο συγγραφέα και άλλοι που τον κατατάσσουν στους μέτριους.
Βαθιά αντισημίτης και φιλοναζί ο Σελίν, φυλακίστηκε και ατιμώθηκε δημόσια στη Γαλλία μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η ειρωνεία είναι ότι συμμετείχε στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο κατά των Γερμανών και μάλιστα επέστρεψε τραυματισμένος από το μέτωπο.
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;
Αλλά και στην Ελλάδα έχουμε αντίστοιχα παραδείγματα. Για παράδειγμα, αν μπούμε στη λογική της ισοπεδωτικής κριτικής θα πρέπει να αποδομήσουμε συνολικά καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Σταμάτης Κόκκοτας, η Τζένη Βάνου κ.α. οι οποίοι τραγούδησαν στο Παναθηναϊκό στάδιο στα πρώτα γενέθλια της «επαναστάσεως», κοινώς της Χούντας.
Στο επιχείρημα «αναγκάστηκαν να το κάνουν», φοβούμενοι πιθανότατα για τη δική τους μοίρα, αντικρούεται άνετα από εκείνο που λέει ότι υπήρξαν συνάδελφοί τους εκείνη την περίοδο που βρίσκονταν στην εξορία. Κατά συνέπεια είναι μια δύσκολη συζήτηση που ανοίγει εδώ, αναφορικά με τις αντοχές και τα όρια του καθενός.
Σε μία συνέντευξή του ο ηθοποιός Γιάννης Βόγλης είχε αναφερθεί σε εκείνη την περίοδο, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Λεφτά έβγαλα με τη χούντα. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια». Και σε άλλο σημείο, προσθέτει: «Ξέρω ότι η Μελίνα Μερκούρη δεν χώνευε και δεν ήθελε να βλέπει μπροστά της τη Ρένα Βλαχοπούλου. Καθόλου δεν την ήθελε. Κάτι είχε γίνει και είχε ονομάσει, δεν θυμάμαι πώς, η Ρένα την Μελίνα και η Μελίνα την είπε ότι είσαι παλιοχουντικιά. Η Βλαχοπούλου ήταν πάρα πολύ δεξιά». »Δεν ήθελε να βλέπει και τους Ηλιόπουλο, Κωνσταντάρα και Παντελή Ζερβό η Μελίνα. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν βασιλικός και πολύ φίλος με τον δημοσιογράφο Σάββα Κωνσταντόπουλο (σ.σ. της χουντικής εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος) από την περίοδο της Κατοχής».
»Ο Ηλιόπουλος ήταν πάρα πολύ δεξιός, όπως και ο Ζερβός. Μεταξύ μας όμως είχαμε πολύ καλές σχέσεις και δεν κοιτούσαμε αν ο ένας είναι κομμουνιστής ή δεξιός. Αυτά δεν τα κοιτούσαμε εμείς τότε. Εμείς κάναμε ωραίο και αληθινό έργο. Να με τον Λάμπρο, παράδειγμα, ιδεολογικά ήμασταν αντίθετοι, με αγαπούσε όμως και τον αγαπούσα πάρα πολύ».
»Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος μετά το 1967 όποτε τον έβλεπα στα γυρίσματα ή συναντιόμασταν έξω έλεγε συνέχεια: «επιτέλους φύγανε οι κερατάδες και βρήκαμε την ησυχία μας». Κερατάδες έλεγε όλους τους πολιτικούς. Αυτός μαζί με τον Γιάννη Γκιωνάκη ήτανε κάργα χουντικοί και οι δυο τους».
Η περίπτωση Καζαντζίδη
Yπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να καταδικαστεί συνολικά (ως άνθρωπος και καλλιτέχνης), ο Στέλιος Καζαντζίδης. Από τη μια αποτέλεσε σύμβολο για τις γενιές των μεταναστών στις φάμπρικες του εξωτερικού (και όχι μόνο), από την άλλη ο αντισημιτισμός του –με αφορμή μια διαμάχη χρόνων με τη δισκογραφική του εταιρεία- ήταν ίσως ο μεγαλύτερος που εκδηλώθηκε ποτέ από Έλληνα καλλιτέχνη.
Για τον Καζαντζίδη οι Εβραίοι είχαν εισέλθει στη μουσική βιομηχανία με στόχο «τη διάβρωση της ελληνικής νεολαίας». Τα βίντεο στο youtube όπου σε συνεντεύξεις του μιλάει για την παγκόσμια κυριαρχία του εβραϊκού λόμπι είναι ουκ ολίγα. Στη βιογραφία του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κάκτος», υπάρχουν στιγμές που δείχνει και πόσο ομοφοβικός ήταν. Την ίδια ώρα όμως, τα τραγούδια του εξακολουθούν να μιλούν στις καρδιές πολλών, έως σήμερα.
Για το τέλος, αφήσαμε την περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε τι έχει προσφέρει στη μουσική ως συνθέτης και δημιουργός. Από την άλλη αξίζει να υπενθυμίσουμε δηλώσεις και πράξεις που έκανε κατά καιρούς, οι οποίες σηκώνουν μπόλικη συζήτηση.
Από την εποχή που υπήρξε υπουργός στη συγκυβέρνηση με τη Δεξιά του 1989 έως τις δηλώσεις του κατά των Εβραίων. Στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Γιώργο Καραμπελιά τον Φεβρουάριο του 2011 τόνιζε από την αρχή: «Να διευκρινίσω ένα πράγμα, ότι είμαι αντισημίτης». Ήταν η εποχή που ο μουσικοσυνθέτης προωθούσε την πολιτική κίνηση «Σπίθα».
Η συγκεκριμένη συνέντευξη είχε προκαλέσει την αντίδραση του Κεντρικού Ισραηλίτικου Συμβουλίου Ελλάδας (ΚΙΣΕ) το οποίο είχε εκδώσει και σχετική ανακοίνωση εκφράζοντας τη λύπη της που ο συνθέτης του «Μάουτχάουζεν» είχε προβεί σε τέτοιες δηλώσεις.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε απαντήσει πως η αναφορά του ήταν «φραστικό λάθος». Την ίδια ώρα βέβαια προέτρεπε τα μέλη της «Σπίθας» να δουν στο youtube δύο «συγκλονιστικά ντοκουμέντα». Το ένα αφορούσε σε ομιλία του Άλεξ Τζόουνς, γνωστού ακροδεξιού στις ΗΠΑ, ο οποίος ανέφερε ότι η Ε.Ε. ήταν δημιουργία μιας ναζιστικής και σιωνιστικής συνωμοσίας, μέσω της λέσχης Μπίλντεμπεργκ. Το άλλο που μπορείτε να το δείτε εδώ, παρουσίαζε ακόμα και τους βορειοηπειρώτες ως όργανα των Εβραίων.
Επιστροφή στον Ντελόν
Για να επιστρέψουμε στον Αλέν Ντελόν, θα πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να είναι πολλά πράγματα στη ζωή του και πολλές φορές να είναι γεμάτος από αντιθέσεις. Αν προχωρήσουμε σε αυτή την παραδοχή τότε όλα μπορούν να συζητηθούν στη συνέχεια και ο περί ου ο λόγος να κριθεί ανάλογα για την πορεία του και τις επιλογές του. Τα συλλήβδην αναθέματα όπως και οι αντίστοιχες αποθεώσεις ουδέποτε βοήθησαν κανέναν.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το ελληνικό facebook τον τίμησε δεόντως τον μακαρίτη. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι αντιδράσεις θα ήταν ίδιες και τόσο έντονες αν ο Ντελόν δεν ήταν το πρότυπο του λευκού, αρρενωπού αρσενικού, ανεξαρτήτως των υποκριτικών ικανοτήτων του.
Ετάφη στην εξοχική κατοικία του
Ο Αλέν Ντελόν ετάφη στην εξοχική κατοικία του το Σάββατο- στο παρεκκλήσι που είχε χτίσει στο La Brûlerie, στο Loiret, 85 μίλια νοτιοανατολικά του Παρισιού, - με «την πιο αυστηρή ιδιωτικότητα» σύμφωνα με τις επιθυμίες των τριών παιδιών του. Μια προσεκτικά επιλεγμένη ομάδα 40 ατόμων έχει προσκληθεί στην τελετή και είχαν λάβει οδηγίες να μην τραβήξουν φωτογραφίες. Ο Γάλλος ηθοποιός, είχε ζητήσει συγκεκριμένα να μην υπάρξει εθνικός φόρος τιμής, επιμένοντας ότι ήθελε να ταφεί «όπως οποιοσδήποτε άλλος».