Σημειώνεται πως οι κακοποιήσεις των παιδιών, των οποίων ο αριθμός ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερος από τα 600, έγιναν μεταξύ του 1940 και του 2002.
Κατονομάζονται 156 ιερωμένοι και μέλη του προσωπικού, που φέρονται να διέπρατταν συστηματικά σεξουαλική κακοποίηση 600 και πλέον παιδιών. Όμως ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων είναι «αναμφίβολα πολύ πιο υψηλός», τόνισαν οι αρχές, σημειώνοντας ωστόσο ότι συγκριτικά μικρό ποσοστό των υποθέσεων αφορά βιασμούς.
Επιμένουν στη «συνέργεια» της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που «αρνήθηκε να λάβει υπόψη τις κατηγορίες για σεξουαλική βία σε βάρος παιδιών».
«Όταν πλέον γινόταν αδύνατο να το αρνείται, η εκκλησία περιοριζόταν να μεταθέτει τα πρόσωπα που κατηγορούνταν, σε θέσεις στις οποίες ενίοτε εργάζονταν εκ νέου κοντά σε παιδιά», υπογραμμίζει η εισαγγελία. Το κείμενο επισημαίνει ότι έγγραφα της εκκλησίας αποκαλύπτουν πως η αρχιεπισκοπή «ανησυχούσε περισσότερο για την αποφυγή οποιουδήποτε σκανδάλου ή αρνητικής δημοσιότητας παρά για την προστασία των παιδιών». Η έκθεση της εισαγγελίας, παρότι επίσημη, δεν αποτελεί, ούτε συνεπάγεται, άσκηση διώξεων.
Το 2018, έρευνα της εισαγγελίας στην Πενσιλβάνια έφερε στο φως υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από 300 και πλέον ιερωμένους-«αρπακτικά», με τουλάχιστον 1.000 θύματα, που συγκαλύφθηκαν από την εκκλησία. Η έκθεση εκείνη είχε προκαλέσει σοκ στις ΗΠΑ, προτού άλλες πολιτείες ανακαλύψουν, με τη σειρά τους, πως υπήρχαν χιλιάδες επιπλέον θύματα.
Για την έρευνά του, το γραφείο της εισαγγελίας του Μέριλαντ βασίστηκε σε χιλιάδες έγγραφα, καταθέσεις θυμάτων και αυτοπτών μαρτύρων.
Η συντριπτική πλειοψηφία των προσώπων που κατηγορούνται για τις υποθέσεις κατονομάζεται. Όμως οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους έχουν πλέον πεθάνει.
Η «ΣΥΓΓΝΩΜΗ» ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
Μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, ο αρχιεπίσκοπος Γουίλιαμ Λόρι εξέφρασε την «ειλικρινή συγγνώμη» του στα θύματα, αναγνωρίζοντας σε ανακοίνωσή του ότι «διαπράχθηκαν σατανικές πράξεις». Υποσχέθηκε πως αυτή η «καταδικαστέα περίοδος» στην ιστορία της αρχιεπισκοπής του «δεν θα συγκαλυφθεί, ούτε θα ξεχαστεί», διαβεβαιώνοντας πως εφαρμόστηκαν «ριζοσπαστικές αλλαγές» από τα τέλη των χρόνων του 1990 για να «τερματιστεί αυτή η μάστιγα».