Μεταξύ του 1970 και του 2018, κατά μέσον όρο το 69% των άγριων ειδών —ψαριών, πτηνών, θηλαστικών, αμφίβιων και ερπετών— χάθηκε, σύμφωνα με την έκθεση για τον Δείκτη Living Planet, εργαλείο αναφοράς που ενημερώνεται κάθε δύο χρόνια από τη WWF. Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, ειδικά για την ανάπτυξη της γεωργίας, παραμένει η κυριότερη αιτία, αναφέρεται στο κείμενο. Ακολουθούν η υπερεκμετάλλευση και η λαθροθηρία.
Η κλιματική αλλαγή είναι ο τρίτος κυριότερος παράγοντας, όμως ο ρόλος της «μεγεθύνεται πάρα πολύ γρήγορα», προειδοποιεί ο Μάρκο Λαμπερτίνι, ο γενικός διευθυντής της WWF. Ακολουθούν η μόλυνση του αέρα, του νερού και της γης, καθώς και η διασπορά από τον άνθρωπο ειδών-εισβολέων.
Καθώς πλησιάζει η διεθνής σύνοδος COP15 για τη Βιοποικιλότητα (τον Δεκέμβριο στο Μόντρεαλ), «η WWF καλεί τις κυβερνήσεις να αδράξουν αυτήν την ύστατη ευκαιρία να υιοθετήσουν φιλόδοξο παγκόσμιο στόχο για να σωθούν τα άγρια είδη», ανάλογη με τη συμφωνία του Παρισιού το 2015 για την κλιματική αλλαγή. Για να «αντιστραφεί η καμπύλη της απώλειας της βιοποικιλότητας» και για να «αμβλυνθεί» η κλιματική αλλαγή, η έκθεση καλεί να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες προστασίας και αποκατάστασης, η παραγωγή και η κατανάλωση πιο βιώσιμων τροφίμων και η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε όλους τους τομείς της οικονομίας.