«Έχω δεσμευτεί να υπερασπιστώ την πρωτεύουσά μας και τη χώρα. Αυτό με υποχρεώνει να κηρύξω κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην Πιτσίντσα (σ.σ. η επαρχία όπου υπάγεται διοικητικά η πρωτεύουσα Κίτο), στην Ιμπαμπούρα και στην Κοτοπάξι από τα μεσάνυχτα» (τοπική ώρα στις 08:00 χθες ώρα Ελλάδας), είπε ο αρχηγός του κράτους κατά τη διάρκεια έκτακτου τηλεοπτικού διαγγέλματός του. Το μέτρο επιτρέπει στον αρχηγό του κράτους να αναπτύσσει τις ένοπλες δυνάμεις για την επιβολή της τάξης, να αναστέλλει συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, να επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας.
ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ
Οι διαδηλώσεις άρχισαν τη Δευτέρα. Σε αυτές πρωτοστατεί η Συνομοσπονδία Αυτοχθόνων Εθνοτήτων του Ισημερινού (CONAIE), η μεγαλύτερη οργάνωση ιθαγενών λαών της χώρας, που ζητά από την κυβέρνηση μείωση των τιμών των καυσίμων, διατίμηση των αγροτικών προϊόντων, επαναδιαπραγμάτευση των χρεών 4 εκατ. οικογενειών αγροτών στις τράπεζες, μεταξύ άλλων.
Από την αρχή της εβδομάδας, η πρόσβαση στις δύο βασικές αγορές στην πρωτεύουσα Κίτο έχει αποκλειστεί, ενώ κλειστοί είναι επίσης οδικοί άξονες σε 15 από τις 24 επαρχίες της χώρας.
Το Υπουργείο Παραγωγής υπολογίζει ότι οι αποκλεισμοί προκάλεσαν ζημίες ύψους 50 εκατ. δολαρίων.
ΥΠΟΦΕΡΟΥΝ ΟΙ ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ
Νωρίτερα την Παρασκευή, ο πρόεδρος Λάσο δέχθηκε ολιγομελή αντιπροσωπεία κάποιων οργανώσεων αυτοχθόνων –πλην CONAIE–, για να προσπαθήσει να τερματίσει την κρίση. Στα επεισόδια έχουν αναφερθεί 43 τραυματισμοί μεταξύ των διαδηλωτών και των δυνάμεων επιβολής της τάξης, ενώ έχουν γίνει 37 συλλήψεις.
Ο συντηρητικός κ. Λάσο, στην εξουσία έναν χρόνο, ανακοίνωσε επίσης χθες την αύξηση από τα 50 στα 55 δολάρια επιδόματος για να «βελτιωθεί η κατάσταση» των φτωχότερων οικογενειών, καθώς και βοηθήματα στους αγρότες.
Ο Λεωνίδας Ίσα, ηγέτης της CONAIE, απορρίπτει τον διάλογο με την κυβέρνηση ωσότου δεχθεί να συζητήσει τον κατάλογο των αιτημάτων της. Ο κ. Ίσα επιχειρηματολόγησε πως εφαρμόζεται υπερβολικά «αυστηρά» στη χώρα το πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), κάτι που επιδεινώνει, όπως ανέφερε σε συνέντευξή του στο Πρακτορείο Ρόιτερς, τον αντίκτυπο της ανόδου των τιμών βασικών προϊόντων για το φτωχότερο μέρος του πληθυσμού, που είχε ήδη δοκιμαστεί σκληρά από την πανδημία του νέου κορονοϊού.