Στη συνέχεια επισήμανε αναφορικά με την Ελλάδα ότι: «Ακόμη (τα ομόλογα) δεν είναι επιλέξιμα. Σε αυτό το πλαίσιο, αποφασίσαμε να κάνουμε ειδική αναφορά. Αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό σήμα και πολύ σπάνια γίνεται αναφορά για κάποια συγκεκριμένη χώρα. Αυτή η συγκεκριμένη ρήτρα υποστηρίχθηκε πολύ έντονα από το Διοικητικό Συμβούλιο».
Υπενθυμίζεται ότι, νωρίτερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε κάνει γνωστό πως θα συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα κατ’ εξαίρεση μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος πανδημίας ΡΕΡΡ τον Μάρτιο του 2022.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ολοκληρώνει το πρόγραμμα πανδημίας τον Μάρτιο. Στη συνέχεια θα συνεχίσει να επανεπενδύει με μεγάλη ευελιξία τα ομόλογα που λήγουν. Ειδικά για τα ελληνικά ομόλογα υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά, στην απόφαση, η οποία προβλέπει ότι η ΕΚΤ θα μπορεί να αγοράζει περισσότερα ομόλογα από εκείνα που έχει στην κατοχή της και λήγουν.
Με την ίδια απόφασή της η ΕΚΤ προβλέπει ότι η περιόδος της επανεπένδυσης των ομολόγων επεκτείνεται έως το 2025, ενώ οι αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος ΡΕPP θα επιβραδυνθούν το πρώτο τρίμηνο του 2023. Τέλος η ΕΚΤ αποφάσισε ότι οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για την αντιμετώπιση αρνητικών σοκ που σχετίζονται με την πανδημία.
ΘΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Θετικά αντέδρασαν τα ελληνικά ομόλογα στην απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει τις αγορές τους μετά το τέλος του προγράμματος πανδημίας, καθ' υπέρβαση του ορίου που θα ισχύει για τις υπόλοιπες χώρες.
Μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης του ΔΣ της ΕΚΤ, η οποία σημειωτέον δεν ήταν ομόφωνη καθώς οι λεγόμενοι «σκληροί κεντρικοί τραπεζίτες» που μετέχουν σε αυτό ζητούσαν την πιο δραστική απόσυρση των μέτρων στήριξης της ΕΚΤ, οι αποδόσεις των ελληνικών ομόλογων υποχώρησαν δραστικά. Ενδεικτικά η απόδοση του 10ετούς ομολόγου κατρακύλησε έως το 1,12% από το 1,36% που κυμαίνονταν στις αρχές της εβδομάδος. Ανάλογη ήταν η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των 5ετών ομολόγων στο 0,4% και των 15ετών στο 1,32%.
Αντιστοίχως αντέδρασαν και οι υπόλοιπες αγορές ομολόγων της ευρωζώνης, ανακάμπτοντας από το «σοκ» που είχαν υποστεί λίγο νωρίτερα όταν η Τράπεζα της Αγγλίας αιφνιδιαστικά αύξησε τα επιτόκιά της.