αποκαλύπτουν επίσημα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα προχθες. Οι νεόπτωχοι ζουν κυρίως σε περιοχές όπου ο τουρισμός, βασική πηγή προσόδων, έχει τεθεί σε «χειμερία νάρκη» από το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης.
Ο αριθμός των πολιτών οι οποίοι ζουν στη φτώχεια αυξήθηκε κατά 3,8 εκατομμύρια μεταξύ του 2018 και του 2020, φθάνοντας τα 55,7 εκατ., ή το 43,9% του πληθυσμού, σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο για την Αξιολόγηση της Πολιτικής Κοινωνικής Ανάπτυξης.
Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αυξήθηκε κατά 2,1 εκατ., φθάνοντας τα 10,8 εκατ., ή το 8,5% του πληθυσμού, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στην πολιτεία Κιντάνα Ρο (νοτιοανατολικά), όπου βρίσκονται πολλά θέρετρα που βρέχονται από την Καραϊβική. Εκεί το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στη φτώχεια αυξήθηκε από το 30,2% το 2018 στο 47,5% το 2020, εξαιτίας του μαρασμού του τουριστικού τομέα.
Η υγειονομική κρίση «έκανε ακόμη μεγαλύτερες τις προκλήσεις ως προς την πολιτική κοινωνικής ανάπτυξης σε όλους τους τομείς, ιδίως σε ό,τι αφορά τα έσοδα, την υγεία, την παιδεία και τη διατροφή για τον μεξικανικό πληθυσμό», υπογράμμισε το Συμβούλιο.
Η μεξικανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8,5% του ΑΕΠ το 2020, γνωρίζοντας μια από τις χειρότερες υφέσεις στην ιστορία.