Ο τότε επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, με ομιλία του στην ολομέλεια, επανέφερε το αίτημα να τεθεί σε ψηφοφορία το νομοσχέδιο για αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Τον Νοέμβριο του 2019, ο Γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ «πάγωσε» την ψηφοφορία, με το επιχείρημα ότι δεν είναι δουλειά των ΗΠΑ να καθορίζουν ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο, πολλοί στην Ουάσιγκτον υποστήριξαν τότε ότι ο κ. Γκράχαμ έδρασε καθ’ υπόδειξη του Λευκού Οίκου.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων είχε εγκρίνει το νομοσχέδιο σε μία ιστορική ψηφοφορία, με ψήφους 405 υπέρ και 11 κατά.
«Αναγνωρίζουμε μια ξεκάθαρη πράξη γενοκτονίας όταν συνέβη, ή θα επιτρέψουμε σε μία χώρα όπως η Τουρκία να αποφασίζει το πως η χώρα μας θα κρίνει τα ιστορικά γεγονότα;», ρώτησε τους συναδέλφους του ο κ.Μενέντεζ, καλώντας τους όποιους γερουσιαστές έχουν επιφυλάξεις να τις άρουν.
Για την επέτειο της Αρμενικής Γενοκτονίας
Με τίτλο: «Γενοκτονία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» και υπότιτλο: «Η τουρκική άρνηση της γενοκτονίας όχι μόνο έκανε δυσκολότερη την πρόσβαση σε αρχεία και άλλες πηγές, αλλά την κατέστησε αδύνατη για μεγάλο χρονικό διάστημα», η Taz. Die Tageszeitung (κείμενο Petrosyan, Tigran), δημοσιεύει ειδικό ρεπορτάζ:
Κάθε 24 Απριλίου, οι Αρμένιοι διαδηλώνουν στους δρόμους σε όλο τον κόσμο. Εορτάζουν την μνήμη των θυμάτων της οθωμανικής γενοκτονίας εναντίον των Αρμενίων και ζητούν δικαιοσύνη. Το 1915 οι τουρκικές Αρχές στην Κωνσταντινούπολη (από το 1922 Ιστανμπούλ) συνέλαβαν και δολοφόνησαν ολόκληρη την άρχουσα αρμενική τάξη.
Αυτή ήταν η αρχή του διωγμού και της συστηματικής εξόντωσης έως και 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Τουρκία εξακολουθεί να αρνείται αυτήν τη γενοκτονία μέχρι σήμερα. Αντιθέτως, περισσότερες από 30 χώρες έχουν πλέον αναγνωρίσει αυτές τις σφαγές ως γενοκτονία – η γερμανική Βουλή ενέκρινε αντίστοιχο ψήφισμα το 2016.
Στη διεθνή αναγνώριση και την επεξεργασία θεμάτων της γενοκτονίας συμβάλλει επίσης η έρευνα. Ωστόσο, αν παρατηρήσει κανείς την έρευνα για την εξόντωση των Αρμενίων και την εξειδικευμένη βιβλιογραφία που έχει αναπτυχθεί τόσο πολύ από τη δεκαετία του 1980, διαπιστώνει ότι, μετά το Ολοκαύτωμα, ο μεγαλύτερος αριθμός ερευνών έχει γίνει για τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Υπάρχουν ακόμη κενά στην έρευνα; Η κοινωνιολόγος και ειδικός στα θέματα Αρμενίας Tessa Hofmann απαντά στην ερώτηση. Η Hofmann σχεδόν όλη της τη ζωή ερευνά τη γενοκτονία των χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ενδιαφέρον της στρέφεται στις διαφορές φύλου, την ιδιωτική και κρατική οργάνωση απαγωγής παιδιών και τις αφηγήσεις επιζώντων.
Ως μεθοδολογικό πρόβλημα θεωρεί το γεγονός ότι έχει περάσει πολύς καιρός από το έγκλημα αυτό στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έναρξη της δημοσιογραφικής και ακόμη περισσότερο της επιστημονικής επεξεργασίας από τη δεκαετία του 1960, καθώς και ότι δεν είναι εφικτό να απευθυνθεί κανείς σε αυτόπτες μάρτυρες που βιώσαν το διωγμό και τις σφαγές του 1915 και του1916 ως ενήλικες.
«Αν και η διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών στη γενοκτονία των Αρμενίων είναι ιδιαίτερα αισθητή, εδώ και πολύ καιρό δεν δόθηκε προσοχή στη διαφορά φύλου», αναφέρει η Hofmann. Πιθανώς, πιστεύει, διότι η μοίρα των γυναικών σε αυτή τη γενοκτονία καλύπτεται από ντροπή. Θέματα όπως ο εξαναγκασμός σε πορνεία, η πορνεία λόγω λιμού, ο βιασμός, αλλά και η απόρριψη των εγκύων από βιασμούς και των γυναικών που εξαναγκάστηκαν σε πορνεία από τους ομοεθνείς τους φαίνεται να μετέτρεψαν το θέμα σε ταμπού.
Για δεκαετίες, ειδικά στη Γερμανία, η έρευνα για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επισκιάστηκε από την έρευνα για τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως επίσης και οι γενοκτονίες που διαπράχθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ερευνητικά κενά ανακύπτουν, όπως αναφέρει η Hofmann, επειδή έγιναν προσπάθειες μέχρι τη δεκαετία του 1980 να εξηγηθεί η οθωμανική γενοκτονία στο πλαίσιο του Ολοκαυτώματος.
«Και αυτό εμπόδισε τον εντοπισμό ορισμένων ιδιαιτεροτήτων που δεν ήταν χαρακτηριστικές του Ολοκαυτώματος».[…] Υπάρχουν και άλλες ελλείψεις. Η μη πρόσβαση στις πηγές είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για μια λεπτομερή και σε βάθος έρευνα από τους επιστήμονες του Ινστιτούτου Διασποράς και Έρευνας για τη Γενοκτονία (IDG) στο Πανεπιστήμιο του Ruhr στο Bochum.
Για τον ιδρυτή και διευθυντή του Ινσιτούτου Mihran Dabag, ο λόγος έγκειται στην άρνηση της γενοκτονίας από την Τουρκία, με αποτέλεσμα η πρόσβαση στα αρχεία και σε άλλες βασικές πηγές όχι μόνο να είναι δύσκολη, αλλά σχεδόν αδύνατη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Αυτό αφορά απομνημονεύματα, ημερολόγια, έγγραφα από πολιτικούς και άλλους εμπλεκόμενους, που θα ήταν θεμελιώδη για την έρευνα εντοπισμού των δραστών, όπως γνωρίζουμε από το πλαίσιο της έρευνας για τον εθνικο-σοσιαλισμό και το Ολοκαύτωμα», αναφέρει ο Dabag.
Η Tessa Hofmann βλέπει το πρόβλημα λιγότερο στα μη προσβάσιμα αρχεία και πολύ περισσότερο στην καταστροφή αρχείων, αλληλογραφίας και εγγράφων κατά τη στιγμή της παράδοσης των Οθωμανών στα τέλη Οκτωβρίου 1918. Αυτό ισχύει τόσο για το αρχείο του κόμματος των Νεότουρκων όσο και για το αρχείο της αυτοκρατορικής-γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένες πτυχές της γερμανο-οθωμανικής συμμαχίας πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν μπορούν πλέον να είναι επαρκώς και οριστικά τεκμηριωμένές, όπως αναφέρει.
«Οι εικασίες σχετικά με το θέμα της γερμανο-τουρκικής στρατιωτικής συμμαχίας, από την άλλη πλευρά, έχουν εκφραστεί ευρέως στα μέσα μαζικής ενημέρωσης», σημειώνει η Hofmann.
Ένα άλλο εμπόδιο στην έρευνα ήταν το γεγονός ότι στην Αρμενία, που βρισκόταν υπό σοβιετικό καθεστώς, η επιστημονική μελέτη της γενοκτονίας κατέστη δυνατή μόνο μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
«Μέχρι τότε, η λογοτεχνική, δημοσιογραφική και επιστημονική ενασχόληση σχετικά με αυτή την πτυχή της αρμενικής ιστορίας θεωρήθηκε εθνικισμός και συνεπαγόταν διωγμούς, καταπίεση ή αυτολογοκρισία των επιστημόνων και των δημοσιογράφων», αναφέρει η Hofmann.