την ικανοποίησή της για τη «μείωση της αρνητικής ρητορικής (από την πλευρά της Τουρκίας), αλλά και το γεγονός ότι σταμάτησε ενέργειες αντίθετες προς τα συμφέροντα των μελών της E.E.» στην περιοχή, αναφέρει στο μπλογκ του ο Ύπατος Εκπρόσωπος της E.E. Ζοζέπ Μπορέλ.
«Η E.E. έχει στρατηγικό συμφέρον για την ανάπτυξη μιας συνεργασίας και αμοιβαία επωφελούς σχέσης με την Τουρκία. Και αυτό ισχύει και για την Τουρκία. Η E.E. είναι μακράν ο πρώτος εταίρος εισαγωγών και εξαγωγών της Τουρκίας, καθώς και πηγή επενδύσεων. Κοιτάζοντας τα τελευταία στοιχεία προ πανδημίας, βλέπουμε ότι 69,8 δισεκατομμύρια ευρώ των εξαγωγών της Τουρκίας είχαν κατεύθυνση προς την E.E. και 58,5 δισεκατομμύρια ευρώ των άμεσων ξένων επενδύσεών της (ΑΞΕ) προέρχονται από την E.E.. Περισσότεροι από 5,5 εκατομμύρια Τούρκοι πολίτες ζουν σε κράτη μέλη της E.E., και σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο το 61% των Τούρκων πολιτών βλέπουν την E.E. ως παράγοντα που μετράει στον κόσμο. Και με την ασφάλεια και την άμυνά της να είναι συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ, φαίνεται δύσκολο να πιστέψουμε ότι η Τουρκία θα μπορούσε ρεαλιστικά να οραματιστεί καλύτερες επιλογές από το να ακολουθήσει έναν ευρωπαϊκό δρόμο», σημειώνει ο Ζοζέπ Μπορέλ. Προσθέτει ότι « θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε ότι τα προβλήματα έχουν τελειώσει. Η έκθεση για τις σχέσεις E.E.-Τουρκίας που παρουσίασα από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει μια διπλή προσέγγιση και προσδιορίζει τέσσερα κύρια στοιχεία έντασης στη σχέση:
1) θαλάσσιες διαφορές στην Ανατολική Μεσόγειο
2) το ζήτημα του Κυπριακού
3) διαφορετικούς στόχους σε περιφερειακές συγκρούσεις, ιδίως στη Λιβύη και τη Συρία
4) και την επιδείνωση των δημοκρατικών προτύπων στην Τουρκία».
ΟΧΙ ΔΙΜΕΡΗ ΘΕΜΑΤΑ
Όπως αναφέρει, «το έργο μπροστά δεν είναι εύκολο. Οι ηγέτες της E.E. τόνισαν την ανάγκη για μια σταδιακή και αναλογική, αλλά και αναστρέψιμη προσέγγιση» και υπογραμμίζει ότι «το θάρρος και η αποφασιστικότητα, αλλά και η ευελιξία και η κατανόηση, είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση της σχέσης μας με βιώσιμο τρόπο. Μερικά από τα εκκρεμή ζητήματα έχουν εμπλακεί σε δεκαετείς διαφωνίες και συγκρούσεις. Ωστόσο, μια βασική διαφορά διακρίνει τις σημερινές προσπάθειες εξεύρεσης λύσεων από εκείνες του παρελθόντος: υπάρχει αυξημένη συνειδητοποίηση του πώς οι παλαιές διαφορές επηρεάζουν βαθιά τα συμφέροντα ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν διμερή θέματα μεταξύ της Τουρκίας και ορισμένων κρατών μελών». Τέλος, επισημαίνει ότι «σε μια στιγμή που η στρατηγική πόλωση φαίνεται να αναδύεται σε όλο τον κόσμο, η ενίσχυση ενός ευρωπαϊκού δημοκρατικού πυλώνα που περιλαμβάνει την Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό εξισορροπητικό στοιχείο. Αυτό δεν είναι δεδομένο, αλλά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προσέφερε μια πιθανή γέφυρα» τονίζοντας ότι «πρέπει τώρα να χτίσουμε αυτήν τη γέφυρα και πιστεύω ότι μπορούμε να το κάνουμε. Με πολιτικές σαφείς επιλογές και δέσμευση από όλες τις πλευρές. Από την πλευρά μας, η E.E. είναι έτοιμη να επενδύσει τις απαιτούμενες προσπάθειες. Εάν η Τουρκία είναι εξίσου πρόθυμη να το πράξει, και υπογραμμίζει τη θετικότερη ρητορική της με αντίστοιχες ενέργειες, μπορούμε να συνεχίσουμε να προχωρούμε από την αποκλιμάκωση στην οικοδόμηση μιας αμοιβαία επωφελούς ατζέντας».