Τη Χέιζ Φαν προσήγαγαν τη Δευτέρα από το σπίτι της στο Πεκίνο αστυνομικοί με πολιτικά, ανέφερε το πρακτορείο κυρίως οικονομικών ειδήσεων, διευκρινίζοντας ότι την Πέμπτη μπόρεσε να επιβεβαιώσει πως τέθηκε υπό κράτηση «λόγω υποψιών ότι συμμετείχε σε δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια», πολύ βαριά κατηγορία, που ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή ποινής πολυετούς φυλάκισης ή ακόμη και κάθειρξης.
«Όλοι όσοι έχουν συλληφθεί και τελούν υπό κράτηση εξαιτίας της δημοσιογραφικής τους δουλειάς θα έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι αμέσως», τόνισε εκπρόσωπος της ΕΕ, σύμφωνα με δελτίο Τύπου που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες.
Η ανακοίνωση αναφέρεται επίσης και σε «άλλους δημοσιογράφους ή πολίτες που έχουν εξαφανιστεί φέτος ή έχουν συλληφθεί ή υφίστανται διωγμό εξαιτίας της κάλυψης» της επικαιρότητας στην Κίνα.
«Αναμένουμε από τις κινεζικές αρχές να τής προσφέρουν ιατρική βοήθεια εάν είναι απαραίτητο, πρόσβαση σε συνήγορο της επιλογής της και τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με την οικογένειά της», αναφέρει ακόμη αναφερόμενη στην κυρία Φαν το χθεσινό δελτίο Τύπου της ΕΕ. Οι Κινέζοι υπήκοοι δεν έχουν δικαίωμα να υπογράφουν δημοσιογραφική δουλειά για ξένα ΜΜΕ. Συνήθως περιορίζονται στον ρόλο των «βοηθών σύνταξης».
Το όνομα της κυρίας Φαν, η οποία δουλεύει στο Μπλούμπεργκ από το 2017 — στο παρελθόν έχει εργαστεί για το CNBC, το CBS News, το Al Jazeera και το Reuters — εμφανίζεται έτσι στο τέλος πολλών τηλεγραφημάτων του πρακτορείου, στα οποία αναφέρεται πως «συνέβαλε» στη σύνταξή τους.
Η σύλληψη της κυρίας Φαν καταγράφεται μερικούς μήνες έπειτα από αυτή μιας αυστραλής δημοσιογράφου κινεζικής καταγωγής, της Τσενγκ Λέι, υπαλλήλου του κινεζικού τηλεοπτικού δικτύου CGTN, που απευθύνεται στο αγγλόφωνο κοινό.
Δύο ακόμη αυστραλοί δημοσιογράφοι, που εργάζονταν σε ΜΜΕ στην Κίνα, εγκατέλειψαν τη χώρα στις αρχές του Σεπτεμβρίου, αφού ανακρίθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργείται σε βάρος της κυρίας Τσενγκ, η οποία φέρεται επίσης να «έθεσε σε κίνδυνο» την εθνική ασφάλεια, κατηγορία συνώνυμη με αυτή της κατασκοπείας.