Ιδρυτικό μέλος του Il Manifesto, η Ροσάντα υπήρξε διευθύντρια της εφημερίδας, η οποία την αποχαιρετά σήμερα:
«Έγινα κομμουνίστρια χωρίς να το ξέρουν οι γονείς μου. Ήταν το 1943. Ο καθηγητής μου Αντόνιο Μπάνφι μού πρότεινε μια λίστα βιβλίων, συμπεριλαμβανομένης του «Κράτος και Επανάσταση του Λένιν»» ανέφερε σε παλιότερη συνέντευξή της. Γεννήθηκε το 1924 στην Πόλα της σημερινής Κροατίας. Έλαβε μέρος στην ιταλική αντίσταση και λίγα χρόνια μετά την ένταξή της στο Ιταλικό ΚΚ, ο Παλμίρο Τολιάτι την εμπιστεύθηκε ορίζοντάς την υπεύθυνη πολιτισμού του κόμματος.
Όπως αναφέρει το left.gr, εξελέγη βουλευτής το 1963, ενώ δεν έπαψε ποτέ να διατηρεί σχέσεις με μεγάλες μορφές του προοδευτικού φιλοσοφικού και πολιτιστικού κινήματος, όπως ο Σαρτρ και ο Φουκώ. Αντιμετώπιζε κριτικά πτυχές του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ενώ διατύπωσε ανοικτά τη διαφωνία της με τη σοβιετική επέμβαση στην Πράγα. Το 1968 συνέγραψε το δοκίμιο «Η χρονιά των φοιτητών», όπου εξέφραζε την ευνοϊκή άποψή της για το κίνημα της νεανικής εξέγερσης.
Το 1969 ίδρυσε μαζί με τους Λουίτζι Πιντόρ, Βαλεντίνο Παρλάτο, Λούτσιο Μάγκρι και άλλα στελέχη του κόμματος το περιοδικό «Il Manifesto» («Το Μανιφέστο»), που εξέφραζε απόψεις διαφορετικές από την επίσημη «γραμμή» του ΙΚΚ. Το περιοδικό μετεξελίχθηκε σε εφημερίδα και κόμμα. Η Ροσάντα διαγράφηκε από το Ιταλικό ΚΚ στο 12ο Συνέδριό του στην Μπολόνια, παρά την αντίθετη άποψη του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ.
Η Ροσάντα διετέλεσε διευθύντρια του «Μανιφέστο», ενώ μετά τις εκλογικές αποτυχίες του νέου κόμματος και του Κόμματος Προλεταριακής Ενότητας, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία.
Έγραψε βιβλία και μελέτες (μεταξύ άλλων, ένα βιβλίο σε συνέντευξη του Μάριο Μορέτι από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες), ενώ οι παρεμβάσεις της δημιουργούσαν πάντοτε αίσθηση. Γι’ αυτό και ο ιταλικός Τύπος τη χαρακτηρίζει σήμερα «αιρετική φωνή της μαρξιστικής Αριστεράς»
Τα τελευταία χρόνια είχε αφιερωθεί αποκλειστικά στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία, χωρίς όμως να πάψει να εκφράζει τις ανησυχίες και τους στοχασμούς της για την τύχη του εργατικού και του φεμινιστικού κινήματος.
Προλογίζοντας το βιβλίο της «Tο Κορίτσι Του Περασμένου Αιώνα» γράφει χαρακτηριστικά:
«Όσα είναι εδώ γραμμένα δεν αποτελούν βιβλίο ιστορίας. Είναι όσα εποικίζουν τη μνήμη μου όταν αντιλαμβάνομαι το βλέμμα αυτών που με περιβάλλουν, γεμάτο αμφιβολίες και ερωτηματικά. Γιατί υπήρξες κομμουνίστρια; Γιατί λες ότι είσαι ακόμη; Τι εννοείς; Χωρίς κόμμα, χωρίς καθήκοντα, πλάι σε μια εφημερίδα που δεν είναι πια δική σου; Μήπως αρπάζεσαι από μια αυταπάτη, από πείσμα; Μήπως επειδή είσαι απολίθωμα; Κάθε τόσο κάποιος με σταματά στο δρόμο ευγενικά: «Ήσασταν ένας μύθος». Μα ποιος θέλει να είναι μύθος; Όχι εγώ. Οι μύθοι είναι μια προβολή άλλων, εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό. Νιώθω αμήχανα. Δε με έχουν καρφώσει με όλες τις τιμές σε μια ταφόπλακα, έξω από τον κόσμο, έξω από τον χρόνο. Εξακολουθώ να συμμετέχω και στα δύο. Όμως αυτή η ερώτηση με καλεί να δώσω μια απάντηση.
Η ιστορία του κομμουνισμού και των κομμουνιστών του 20ού αιώνα είχε τόσο άσχημη κατάληξη, που είναι αδύνατο να μη θέσει κανείς στον εαυτό του αυτήν την ερώτηση. Πώς ήταν να είναι κανείς κομμουνιστής στην Ιταλία από το 1943; Κομμουνιστής ως μέλος ενός κόμματος, όχι μόνο σε μια στιγμή εσωτερικής συνείδησης, με την οποία μπορεί κανείς πάντοτε να τα βγάλει πέρα: «Εγώ μ’ αυτό ή μ’ εκείνο δεν έχω σχέση». Αρχίζω να αναρωτιέμαι. Χωρίς να συμβουλεύομαι ούτε βιβλία ούτε έγγραφα, αλλά χωρίς να μου λείπουν οι αμφιβολίες.
Αφού πέρασα πάνω από μισό αιώνα τρέχοντας, σκοντάφτοντας, ξαναρχίζοντας το τρέξιμο με μερικές μελανιές παραπάνω, η μνήμη μου μοιάζει να έχει πάθει ρευματισμούς. Δεν την καλλιέργησα, ούτε γνωρίζω την επιείκεια και τις παγίδες της. Ακόμα και με το να της δώσω μια μορφή. Όμως η μνήμη και η μορφή είναι κι αυτές ένα γεγονός ανάμεσα στα πολλά γεγονότα. Τίποτε λιγότερο ή περισσότερο».