Κατά την έκθεση, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν συνολικά σε 1,91 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2019, αυξανόμενες κατά 3,6% από το 2018. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξησή τους από το 2010 ποσοστιαία, που τις οδήγησαν σε απόλυτο αριθμό στο υψηλότερο επίπεδο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1989.
Ωστόσο οι στρατιωτικές δαπάνες πιθανόν έφθασαν πέρυσι στην κορύφωσή τους και θα μειωθούν σημαντικά φέτος, με δεδομένο τον τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
«Θα υποδεικνύαμε ότι αυτή ήταν η κορύφωση, διότι η οικονομική ύφεση εξαιτίας της COVID-19 θα έχει μείζονα αντίκτυπο στους κρατικούς προϋπολογισμούς, σε όλα τα είδη (δημοσίων) δαπανών, το 2020», εξήγησε ο Νιαν Τιαν, ερευνητής του SIPRI.
Πρόσθεσε πως «ιστορικά τεκμήρια» κατατείνουν στο ότι οι στρατιωτικές δαπάνες θα αποκλιμακωθούν, όπως συνέβη μετά την οικονομική κρίση της περιόδου 2008-2009, η οποία «δεν πλησίαζε καν τη σφοδρότητα αυτής που βλέπουμε τώρα».
Ο Τιαν θύμισε ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αναμένει σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020.
Οι κυβερνήσεις «θα αρχίσουν να λογαριάζουν πού θα κατανείμουν χρήματα. Θα πρέπει να ζυγίσουν τις δαπάνες για την υγεία, την παιδεία και τις υποδομές σε σχέση με τις στρατιωτικές δαπάνες», εξήγησε.
Για τις στρατιωτικές δαπάνες του 2019, παρατήρησε πως «οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την άνοδο ήταν η αύξηση των δαπανών των ΗΠΑ την τελευταία διετία (+5,3%), που πραγματικά ώθησε το παγκόσμιο σύνολο ακόμα πιο πάνω, και επίσης η συνεχιζόμενη άνοδος και ανάδυση της Κίνας και της Ινδίας, που συγκαταλέγονται πλέον στις τρεις χώρες με τις υψηλότερες (στρατιωτικές) δαπάνες» στον πλανήτη.
Οι ΗΠΑ είναι μακράν η χώρα με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες — 732 δισεκατομμύρια δολάρια, ή το 38% των παγκόσμιων. Οι ΗΠΑ ξόδεψαν ποσό ίσο με αυτό που δαπάνησαν οι επόμενες 10 χώρες της κατάταξης μαζί, υπογραμμίζει το SIPRI.
Η αύξηση των δαπανών στις ΗΠΑ μεταξύ του 2017 και του 2019 οφειλόταν τόσο στην μεγέθυνση του στρατιωτικού προσωπικού, όσο και στην αναβάθμιση του συμβατικού και πυρηνικού τους οπλοστασίου, διευκρινίζει το Ινστιτούτο.