Ο διάσημος αμερικανός οικονομολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, που είχε παράσχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε δύο προέδρους των ΗΠΑ, τον Μπιλ Κλίντον και τον Μπαράκ Ομπάμα, υπογραμμίζει ότι ο Τραμπ φέρει προσωπικά την ευθύνη για την περικοπή των κονδυλίων για την προετοιμασία του κρατικού μηχανισμού για τις πανδημίες και απέτυχε τις τελευταίες εβδομάδες να χρησιμοποιήσει τις προεδρικές του εξουσίες για να εξασφαλίσει αναπνευστήρες για τα νοσοκομεία και ζωτικής σημασίας προστατευτικό εξοπλισμό στο υγειονομικό προσωπικό που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της μάχης με τον φονικό κοροναϊό.
«Αοριστολογούσε και υπέκφευγε διαρκώς», τόνισε ο καθηγητής Στίγκλιτς στην εκπομπή CoronaNomics για τις επιπτώσεις της πανδημίας του κοροναϊού στην οικονομία του Econ Films. «Κι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να πεθάνουν άδικα πολλοί άνθρωποι. Εν συντομία, λοιπόν τα χέρια του είναι βαμμένα με αίμα. Αν έδινε απλώς σημασία σ’ αυτά που έλεγε η επιστήμη θα είχε ενεργήσει πολύ νωρίτερα. Και γι’ αυτό το λόγο μείναμε απροστάτευτοι επειδή δεν κατανοεί την επιστήμη, δεν την κατανόησε εξ’ αρχής».
Παράλληλα, ο Tζόζεφ Στίγκλιτς προειδοποίησε στη συνέντευξή του ότι σχεδόν το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ μπορεί να μείνει άνεργο λόγω των περιοριστικών μέτρων που έχουν επιβληθεί με στόχο την αναχαίτιση της πανδημίας. Σε μια τέτοια περίπτωση το ποσοστό ανεργίας μπορεί να εκτιναχθεί σε ύψη που είχε να δει η χώρα από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του 1930, που άφησε βαθιές ουλές στον ψυχισμό των Αμερικανών επί δεκαετίες. «Ουδέποτε στο παρελθόν είχαμε ξαναζήσει κάτι τέτοιο τόσο αιφνίδιο. Οι εκτιμήσεις είναι ότι η ανεργία έχει ήδη φθάσει στο 15%, το υψηλότερο ποσοστό από την Μεγάλη Ύφεση. Και δεν θα εκπλαγώ αν φθάσει στο 20%, 30%», τόνισε.
Οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας στη χώρα ξεπέρασαν τα 15 εκατομμύρια τις τελευταίες τρεις εβδομάδες , κάτι που δεν έχει καταγραφεί ξανά σε τόσο σύντομο διάστημα. Στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008-2009, όταν η ανεργία είχε φθάσει στο 10%, οι εβδομαδιαίες αιτήσεις για τα επιδόματα αυτά ουδέποτε ξεπερνούσαν τις 700.000.