Η απόφαση των αρχών του Τέξας αποτελεί μεγάλο πλήγμα για το πρόγραμμα αυτό, καθώς η πολιτεία αυτή δέχεται το μεγαλύτερο ποσοστό των προσφύγων που γίνονται δεκτοί στις ΗΠΑ. Η πολιτεία πρέπει να επικεντρωθεί «σε αυτούς που είναι ήδη εδώ, περιλαμβανομένων των προσφύγων, των μεταναστών και των αστέγων, που είναι όλοι τους Τεξανοί», τόνισε ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης Σκοτ Άμποτ.
Ο Άμποτ εξήγησε ότι το Τέξας, το οποίο από το 2010 υποδέχεται περίπου το 10% των προσφύγων που γίνονται δεκτοί στις ΗΠΑ, πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει «ένα δυσανάλογο μεταναστευτικό πρόβλημα» με την άφιξη από το 2018 και μετά πολλών δεκάδων χιλιάδων μεταναστών οι οποίοι διέσχισαν χωρίς χαρτιά τα σύνορα με το Μεξικό για να ζητήσουν άσυλο.
Τον Σεπτέμβριο ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα με το οποίο έδινε το δικαίωμα στις πολιτείες να επιλέγουν να μην συμμετέχουν σε αυτό το ομοσπονδιακό πρόγραμμα μετά τον Ιούνιο του 2020.
Μέχρι στιγμής οι κυβερνήτες 38 πολιτειών έχουν ανακοινώσει ότι θα συμμετέχουν στο πρόγραμμα, ενώ οι υπόλοιποι έχουν περιθώριο μέχρι τις 21 Ιανουαρίου για να ανακοινώσουν την απόφασή του.
Η αμερικανική κυβέρνηση είχε επίσης ανακοινώσει τη δραστική μείωση του αριθμού των προσφύγων που θα γίνονται δεκτοί στις ΗΠΑ: 18.000 για το οικονομικό έτος 2020, που ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου 2019, έναντι 30.000 για το 2018 και σχεδόν 85.000 το 2016.
«Το Τέξας έχει κάνει περισσότερα από όσα του αναλογούν βοηθώντας τη διαδικασία μετεγκατάστασης των προσφύγων και εκτιμά ότι και άλλες πολιτείες θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες», τόνισε ο Άμποτ.
Οι Δημοκρατικοί, που είναι στην αντιπολίτευση στο Τέξας, την πιο πολυπληθή αμερικανική πολιτεία, επέκριναν την απόφαση του κυβερνήτη «που ενδίδει εντελώς στο μίσος και την ξενοφοβία», όπως δήλωσε ο κοινοβουλευτικός Χοακίν Κάστρο.
Εξάλλου η οργάνωση υποστήριξης προσφύγων Refugee Services κατήγγειλε «τη σύγχυση» μεταξύ της παράτυπης μετανάστευσης και του ομοσπονδιακού προγράμματος μετεγκατάστασης προσφύγων.
«Οι πρόσφυγες που γίνονται δεκτοί στις ΗΠΑ έχουν νόμιμα έγγραφα, οι φάκελοί τους έχουν εξεταστεί ενδελεχώς από τις υπηρεσίες ασφαλείας και αποτελούν ένα από τα πιο δυναμικά, εργατικά, ακμάζοντα και ανθεκτικά μέρη του πληθυσμού», τόνισε ο διευθυντής της μη κυβερνητικής οργάνωσης Ράσελ Σμιθ.