ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αρχίσει διαπραγματεύσεις για ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης εάν προηγουμένως δεν θεσπίσει αλλαγές στο καθεστώς ΦΠΑ, στο συνταξιοδοτικό σύστημα και δεν ενισχύσει την ανεξαρτησία της ΕΛΣΤΑΤ, αναφέρει προσχέδιο ανακοίνωσης του Eurogroup, κατά τη συνεδρίαση της Κυριακής, το οποίο επικαλείται το Reuters.
Οι όροι που τίθενται ουσιαστικά αποκλείουν να υπάρξει μία συμφωνία σήμερα στο Eurogroup, καθώς τα μέτρα που τίθενται ως προαπαιτούμενα πρέπει προηγουμένως να ψηφιστούν στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
Το Eurogroup «κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ακόμη η βάση για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για ένα νέο πρόγραμμα» αναφέρεται στο σχέδιο ανακοίνωσης που περιήλθε σε γνώση του Reuters.
Για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις οι υπουργοί Οικονομικών ζητούν πρώτα από την Ελλάδα να αλλάξει το σύστημα του ΦΠΑ και το συνταξιοδοτικό, να διευρύνει τη φορολογική βάση ώστε να ενισχυθούν τα έσοδα, καθώς και να ενισχύσει την ανεξαρτησία της ΕΛΣΤΑΤ.
«Μόνο μετά από νομική εφαρμογή των προαναφερόμενων μέτρων μπορούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για το μνημόνιο κατανόησης, εφόσον οι εθνικές διαδικασίες έχουν ολοκληρωθεί» αναφέρει το προσχέδιο.
Σύμφωνα με το Reuters, το προσχέδιο προβλέπει ακόμη ότι η ΕΚΤ θα εκτιμήσει τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, με την κοινοτική οδηγία BRRD (Bank Recovery Resolution Directive) για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων σε ισχύ.
Επίσης αποκλείεται το ονομαστικό κούρεμα του χρέους, ενώ γίνεται αναφορά σε σημαντική ενίσχυση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και μεταφορά κρατικών περιουσιακών στοιχείων 50 δισ. ευρώ σε εξωτερικό φορέα για πώληση ή πληρωμή χρέους.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ Δε θα υπάρξει κοινό ανακοινωθέν από το σημερινό Eurogroup. Όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, έχει εξουσιοδοτηθεί να ενημερώσει τους ηγέτες της Ευρωζώνης στη βάση των όσων συμφωνήθηκαν προφορικά μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΜΕΤΡΑ
Νωρίτερα το Reuters είχε επικαλεστεί προσχέδιο που συζητήθηκε αργά το βράδυ του Σαββάτου, πριν διακοπεί η συνεδρίαση του Eurogroup, στο οποίο καταγράφονταν οι απαιτήσεις του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης προκειμένου να υπάρξει συμφωνία.
Το προσχέδιο αυτό επαναλάμβανε ότι θα απαιτηθεί η πλήρης συμμετοχή του ΔΝΤ, ενώ συμφωνεί ότι το πακέτο των ελληνικών προτάσεων θα πρέπει να ενισχυθεί και με άλλα μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί η σωστή συμμόρφωση με όρους ενός πακέτου από τον ESM.
Ειδικότερα, σημειώνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συμμορφωθεί πλήρως με τους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2018 με ετήσιο χρονοδιάγραμμα που θα συμφωνηθεί με τους εταίρους.
Πρέπει επίσης να γίνουν φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, καθώς και μέτρα για να καλυφθεί το κενό που προκύπτει από τις δικαστικές αποφάσεις για τις μειώσεις των συντάξεων του 2012 και να εφαρμοστεί η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος.
Ζητάει επίσης να συμμορφωθεί πλήρως με την εργαλειοθήκη Ι του ΟΟΣΑ, με σαφή αναφορά στο άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, στην περίοδο των εκπτώσεων, τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, την αγορά γάλακτος και του ψωμιού. Για την εργαλειοθήκη ΙΙ του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι πρέπει να μπει στις προαπαιτούμενες ενέργειες.
Για την αγορά ενέργειας επαναλαμβάνεται το θέμα του ΑΔΜΗΕ είτε για πώλησή του είτε για ισοδύναμα αυτού που θα φέρουν την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Για τα εργασιακά ζητείται η δέσμευση της Αθήνας ότι δεν θα καταργήσει μέτρα πολιτικής για τα εργασιακά, αλλά και ότι θα επανεξετάσει το καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των ομαδικών απολύσεων στους επόμενους μήνες, σύμφωνα με τις καλύτερες πρακτικές στην Ευρώπη.
Γίνεται επίσης λόγος για ανάγκη συμμόρφωσης της Αθήνας με τους κανόνες της οικονομικής και νομισματικής Ένωσης και θα τεθεί άμεσα σε λειτουργία το δημοσιονομικό συμβούλιο ενώ θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τα κόκκινα δάνεια, να προωθηθεί ισχυρό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων με βελτιωμένη διοίκηση, μέσω δημιουργίας ομάδας εργασίας κυβέρνησης - θεσμών.
Σημειώνεται επίσης στο προσχέδιο ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που είχαν αποτυπωθεί στην έκθεση των δανειστών του 2014 στο πλαίσιο της πέμπτης αξιολόγησης του προηγούμενου προγράμματος.