Όπως τόνισε σε συνέντευξη τύπου η ίδια αδιέξοδη μνημονιακή πολιτική όχι μόνο δεν πρόκειται να τελειώσει αλλά αντίθετα τα επόμενα χρόνια αναμένονται νέες δραστικές περικοπές στον δημόσιο τομέα.
Ο κ. Πάιδας δήλωσε πως η μνημονιακή λαιμητόμος μέχρι σήμερα έχει «κόψει» περίπου το 40% του εισοδήματος των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ τα περισσότερα στελέχη έχουν συνταξιοδοτηθεί και οι απώλειες δεν αναπληρώθηκαν με αποτέλεσμα σήμερα το δημόσιο να χαρακτηρίζεται από υποστελέχωση στις περισσότερες υπηρεσίες του.
Επίσης αμφισβήτησε έντονα τις τελευταίες δηλώσεις της υπουργού κ. Γεροβασίλη, ότι επίκεινται προλήψεις 7.900 υπαλλήλων το 2019 στον δημόσιο τομέα.
Αναφερόμενος στην πανεθνική ημέρα δράσης που θεσπίστηκε από τα συνδικάτα, επισήμανε ότι όλοι, εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες, έμποροι, βιοτέχνες, ενώνουν τις δυνάμεις τους και αντιστέκονται σθεναρά στην επέλαση της λιτότητας, της ανεργίας και της υπερφορολόγησης.
«Οι πολιτικές που εφαρμόζονται τα μνημονιακά χρόνια στη χώρα μας είναι αδιέξοδες και εξαθλιώνουν τους Έλληνες, αφού με βάση τα στοιχεία, από τους 14 μισθούς έφτασαν σήμερα να παίρνουν μόνο 9,5 τον χρόνο!Ο αγώνας μας θα είναι πολυμέτωπος και δεν πρόκειται να περιοριστεί στην 24ωρη απεργία της 30ης Μαΐου. Η κοινωνική συμμαχία μας θα ενδυναμωθεί ακόμη περισσότερο με στόχο να περισώσουμε ό,τι μπορούμε από τα εισοδήματά μας και να τερματίσουμε την λιτότητα» υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο κ. Πάιδας.
Σε ό,τι αφορά στα αιτήματα, ο Πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ επισήμανε την ανάγκη της επαναφοράς των χαμένων μισθολογικών εσόδων, την διατήρηση του καθεστώτος βαρέων και ανθυγιεινών όπου υπάρχει και την κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου, που χαρακτήρισε ανθρωποκτόνο.
Επιπλέον ζήτησε την κατάργηση της τροπολογίας Γεροβασίλη, που στερεί την δυνατότητα υπαλλήλων που συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις να πάρουν θέσεις ευθύνης, αλλά και τον νόμο για την αξιολόγηση, τονίζοντας ότι η ΑΔΕΔΥ δεν είναι αντίθετη αλλά αφού δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αξιοκρατίας και όχι να κρίνονται οι υπάλληλοι από διορισμένα κομματικά στελέχη.
Τέλος ζήτησε την θέσπιση αφορολογήτου ορίου 12.000 ευρώ.