Όπως τονίζεται συγκεκριμένα, «σύμφωνα με το σχέδιο διαχείρισης υδάτινων πόρων Θεσσαλίας του 2014 της Γενικής Γραμματείας Υδάτων, η υπεράντληση των υπόγειων νερών από τις 30.000 περίπου γεωτρήσεις, λόγω της μη αξιοποίησης των επιφανειακών νερών της Θεσσαλίας, οδήγησε από το 1985 έως σήμερα σε συνολική υπεράντληση πάνω από 3.000 εκατομμύρια κυβικών μέτρων νερών, ώστε για να αποκατασταθεί η φυσική αναπλήρωση των αποθεμάτων, χωρίς νέα υπεράντληση, θα απαιτούνταν 50 τουλάχιστον χρόνια.
Επιπτώσεις αυτού του τρόπου διαχείρισης των υδατικών πόρων είναι η υφαλμύρωση των υπόγειων νερών και η αδυναμία συνέχισης του στρεβλού παραγωγικού αγροτικού προτύπου ανάπτυξης της τελευταίας 30ετίας στη Θεσσαλία.
Απαιτείται νέα προσέγγιση και στη διαχείριση της ζήτησης νερών με κοστολόγηση των υδροβόρων καλλιεργειών, με την ανάπτυξη μέτρων ορθολογικής χρήσης των νερών, με μετατροπή των ανοιχτών καναλιών άρδευσης σε κλειστά δίκτυα, αποφυγή ποτίσματος με καταιονισμό και χρήση σταγόνων, συστήματος γεωργίας ακριβείας, κλπ.
Σε ό,τι αφορά στη διαχείριση της προσφοράς νερών, από την 10ετία του 1980 υιοθετήθηκε δυστυχώς η εναπόθεση της λύσης του προβλήματος της Θεσσαλίας αποκλειστικά στον Αχελώο. Με αποτέλεσμα, όχι μόνο να μην προωθούνται από την Πολιτεία τα μικρομεσαία φράγματα και οι ταμιευτήρες, άλλα και να θεωρούνταν ανταγωνιστικά έργα με τον Αχελώο.
Χρειάστηκαν οι επανειλημμένες ακυρώσεις του έργου του Αχελώου από το Συμβούλιο της Επικρατείας, για να μειωθεί το σενάριο της εκτροπής του Αχελώου από τα 1.200 εκ. κυβικά μέτρα στα 250 εκ. κυβ. μέτρα και να επιτραπεί από το 2014 στο σχέδιο διαχείρισης νερών της ΓΓΥ η προώθηση κάποιων μικρομεσαίων φραγμάτων και ταμιευτήρων.
Εν τω μεταξύ, η στρατηγική αποκλειστικής διεκδίκησης του φαραωνικού έργου του Αχελώου στοίχισε στη Θεσσαλία την απουσία μικρομεσαίων φραγμάτων και ταμιευτήρων που αν δημιουργούνταν κατά την παρελθούσα 30ετία θα είχαν συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος επάρκειας υδατικών πόρων της Θεσσαλίας.
Μετά από μελέτη της ELECTROWATT του 1966, που θεωρούσε μη αποδοτική τη λύση Αχελώου, αλλά και άλλων μελετών, όπως του ΕΜΠ, είχαν προσδιοριστεί τα μικρομεσαία φράγματα στους παραποτάμους του Πηνειού Ποταμού και είχαν σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι του μύθου του Αχελώου καθόσον:
Περιγράφονται μαζί με τη δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης των φραγμάτων και των δικτύων Σμοκόβου των 100 εκ. κμ, της Κάρλας των 50 εκ. κμ, της Λίμνης Πλαστήρα 400 εκ. κμ, του Παναγιώτικου 2 εκ. κμ,, του Λιβαδίου 0,5 εκ. κμ, του Λογγά 0,5 εκ. κμ, της Γυρτώνης και των ταμιευτήρων Λάρισας, καθώς και η προώθηση των παρακάτω μικρομεσαίων φραγμάτων:
Δελερίων Λάρισας 6 εκ. κμ, Λιβαδότοπου Αγιοκάμπου 4,5 εκ. κμ, Αγιονερίου 14 εκ. κμ, Ναρθακίου Λάρισας 0,5 εκ κμ, Ενιπέα Φαρσάλων 35 εκ. κμ, Ληθαίου Τρικάλων 3 εκ. κμ, Νεοχωρίτη Τρικάλων 35 εκ. κμ, Μαυρομάτι Μαγνησίας 1 εκ. κμ, Πύλης Τρικάλων 60 εκ. κμ και των Ταμιευτήρων Καλλιπεύκης 20 εκ. κμ, Διλόφου Λάρισας 2 εκ. κμ, Ξεριά Μαγνησίας 4 εκ. κμ, μικρά ορεινά φράγματα Θεσσαλίας 35 εκ. κμ, καθώς και εμπλουτισμού Λεκανών απορροής Πηνειού με παράλληλη αξιοποίηση του υδροηλεκτρικού και ενεργειακού χαρακτήρα πολλών εκ των μικρομεσαίων φραγμάτων και της Μεσοχώρας.
Τα παραπάνω μικρομεσαία φράγματα και ταμιευτήρες, που επί δεκαετίες δεν προωθούνταν ελέω Αχελώου, ανέρχονται από πλευράς αξιοποίησης των επιφανειακών υδάτων σε πάνω από τα 250 εκατομμύρια κ.μ. του τελευταίου προτεινόμενου σεναρίου του Αχελώου.
Τα παραπάνω μικρομεσαία φράγματα και ταμιευτήρες έχουν 5 επιπλέον πλεονεκτήματα σε σχέση με τον Αχελώο:
- Μπορούν να είναι συγχρηματοδοτούμενα από τα ΚΠΣ της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ποσοστό επιδότησης 80%, σε αντίθεση με τα έργα του Αχελώου που χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από Εθνικούς πόρους, άρα ο Αχελώος έχει 5πλάσιο πραγματικό οικονομικό κόστος.
- Τα μικρομεσαία φράγματα και οι ταμιευτήρες, με τη διασπορά τους στον Θεσσαλικό κάμπο, αποτελούσαν τα ίδια ένα αποκεντρωμένο δίκτυο διανομής υδάτων που απαιτούσαν μικρότερης έκτασης δίκτυα άρδευσης, σε αντίθεση με τον Αχελώο του οποίου η μοναδική πρόβλεψη ήταν ο εμπλουτισμός του Πηνειού ποταμού. Σημειωτέον ότι μετά από 40 χρόνια καμία μελέτη αρδευτικών δικτύων του Αχελώου δεν εκπονήθηκε.
- Λόγω του μικρότερου μεγέθους, τα μικρομεσαία φράγματα και οι ταμιευτήρες κατασκευάζονται σε συντομότερο χρόνο από πλευράς μελετών, αδειοδοτήσεων και χρόνου κατασκευής (από 4 έως 8 έτη) και έχουν μεγαλύτερη απόδοση με όρους κόστους – οφέλους.
- Τα μικρομεσαία φράγματα και οι ταμιευτήρες είναι φιλικότερα στο περιβάλλον γιατί δεν καταστρέφουν φυσικούς και περιβαλλοντικούς πόρους και αξιοποιούν τα νερά των παραποτάμων του Πηνειού ( Σοφαδίτη, Ληθαίου, Νεοχωρίτη, Φαρσαλίτη κα).
- Είναι λειτουργικά καλύτερα διαχειρίσιμα τα μικρομεσαία φράγματα και οι ταμιευτήρες από τις τοπικές κοινωνίες, από την Περιφέρεια, τους δήμους και τους ΤΟΕΒ.
Ας σκεφθούν οι υπέρμαχοι επί μια 40ετία του Αχελώου:
A. Ανεξάρτητα από προθέσεις, το ότι μετά από 40 χρόνια «Αχελωολογίας» και δικαστικών περιπετειών φθάσαμε και Αχελώο να μην έχουμε έστω και κολοβό και τα μικρομεσαία φράγματα να εμποδίζονται (λόγω του ισχυρισμού ότι δεν χρειάζονταν λόγω του Αχελώου που θα ερχόταν) από τα Υπουργεία, καθώς και από την απαίτηση «αιρεσιμότητας» των ΚΠΣ για ύπαρξη σχεδίου διαχείρισης σύμφωνα με την οδηγία 60/2000, δεν αντιλαμβάνονται ότι η συνέχιση του σεναρίου του Αχελώου ήταν και είναι εξόφθαλμα λαθεμένη στρατηγική;
B. Δεν πρέπει να υπάρξει κάποια αυτοκριτική από όσους επένδυσαν πολιτικά και κοινωνικά στον αδιέξοδο Αχελώο σε βάρος της λύσης των μικρομεσαίων φραγμάτων και ταμιευτήρων, ορθολογική λύση που κυρίως ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ σταθερά υποστήριζαν την τελευταία 30ετία;
Γ. Αντί να συνεχίζουν την αδιέξοδη διεκδίκηση του Αχελώου, δεν θα ήταν χρήσιμοι αν ένωναν τις δυνάμεις τους, στη διεκδίκησή μας από την ΕΕ, τα Υπουργεία και την Περιφέρεια, των μικρομεσαίων φραγμάτων και ταμιευτήρων;».