«Το Περιφερειακό Συμβούλιο Θεσσαλίας να ζητήσει από τους μελετητές να εξετάσουν και ένα νέο σενάριο, που θα βασίζεται σε πρόσφατα δεδομένα και θα έχει επιδιορθώσει τις εσφαλμένες εκτιμήσεις του σχεδίου διαχείρισης για τον Αχελώο», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο περιφερειακός σύμβουλος και επικεφαλής της Οικολογικής Θεσσαλίας κ. Νίκος Πουτσιάκας, και αναλυτικότερα τονίζει τα εξής: «Αρνητική εντύπωση προκαλεί η νέα επικοινωνιακή επίθεση του κ. Αγοραστού και των υπέρμαχων της μεταφοράς νερού από τον Αχελώο, στον θεσσαλικό κάμπο, αμέσως μετά τις πρόσφατες πλημμύρες. Η «νέα» προσέγγιση σε ένα τόσο σοβαρό εθνικό ζήτημα, είναι ο εμφύλιος. Γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι οι κακοί Αιτωλοακαρνάνες θέλουν το κακό των καλών Θεσσαλών, οπότε και όλοι ενωμένοι να τους πολεμήσουμε. Την ώρα που για πολλοστή φορά τα σχέδια της εκτροπής κρίθηκαν παράνομα, τα νέα σχέδια διαχείρισης κινδυνεύουν να ακυρωθούν και αυτά, ενώ τόσα χρόνια δεν έγιναν σοβαρά αντιπλημμυρικά και αρδευτικά έργα, έρχεται ο κ. Περιφερειάρχης να τα κρύψει όλα κάτω από το χαλάκι της εκτροπής και τις εμφύλιας σύρραξης. Και όλα αυτά ενώ ξέρει καλά όπως και όλοι όσοι ασχολούνται ότι η μεταφορά νερού από την μια λεκάνη απορροής στην άλλη δεν δικαιολογείται γιατί δεν είναι απαραίτητη, δεν είναι οικονομικά συμφέρουσα, δεν είναι περιβαλλοντικά αποδεκτή και τελικά δεν είναι προς όφελος των Θεσσαλών πολιτών.
Δυστυχώς, αρνείται να δει και αυτό που είχαμε επισημάνει και κατά την διαβούλευση των Σχεδίων Διαχείρισης και το αγνόησαν. Δυστυχώς το Σχέδιο Διαχείρισης για τον Πηνειό είχε πολλές αδυναμίες, αβάσιμες προσεγγίσεις και παραλείψεις και κυρίως κατευθυνόμενες προβλέψεις. Ένας παράγοντας για παράδειγμα που μειώνει την εγκυρότητα του σχεδίου διαχείρισης είναι η παλαιότητα των δεδομένων, μιας και τα τελευταία επίσημα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν και στο σχέδιο ήταν του 2007. Έχουν δηλαδή ήδη περάσει 6 χρόνια από τότε, χρονικό διάστημα που ορίζεται ως η μέγιστη ισχύς ενός σχεδίου διαχείρισης, ενώ μετά από έξι χρόνια απαιτείται η αναθεώρηση του. Έχει επίσης, ορισμένα σφάλματα με βασικότερο την ένταξη των εκτάσεων της Κάρλας, της Ελασσόνας και της λίμνης Πλαστήρα, στη λεκάνη απορροής του Πηνειού, ενώ είναι βέβαιο ότι αποτελούν ξεχωριστές υδρολογικές ενότητες. Θα πρέπει με πιο νέα δεδομένα η μελέτη να αξιολογεί επίσης τι αποτελέσματα είχαμε από διάφορα περιφερειακά μικρά έργα που έγιναν π.χ. φράγμα Ληθαίου ποταμού, άλλα μικρά φράγματα και λιμνοδεξαμενές. Για όλους αυτούς τους λόγους και κυρίως για να λυθεί κάθε αμφιβολία, θα έπρεπε το Περιφερειακό Συμβούλιο να ζητήσει από τους μελετητές να εξετάσουν και ένα νέο σενάριο που θα βασίζεται σε πρόσφατα δεδομένα και θα έχει επιδιορθώσει τις εσφαλμένες εκτιμήσεις του σχεδίου διαχείρισης.
Το σενάριο αυτό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του:
Την πρόσφατη κατανομή των καλλιεργειών στην περιφέρεια. Πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι, με βάση τα στοιχεία του 2010 έχουν αυξηθεί η εκτάσεις με σκληρό σιτάρι έναντι του βαμβακιού, ενώ το σχέδιο διαχείρισης έχει λάβει τα παλαιότερα στοιχεία.
Την αυτονομία της λεκάνης απορροής της Κάρλας. Οι εκτάσεις που καλλιεργούνται στην περιοχή όπου συμβαίνει η επανασύσταση της λίμνης μπορούν να αρδευτούν από το δυναμικό της περιοχής με σωστή διαχείριση.
Το γεγονός ότι οι εκτάσεις που αρδεύονται από τη λίμνη Πλαστήρα δεν ανήκουν στη λεκάνη απορροής του Πηνειού.
Τα έργα βελτίωσης του δικτύου αποταμίευσης και διανομής του αρδευτικού νερού θα μπορούσαν να μειώσουν τις απώλειες που έχει σήμερα και ξεπερνούν το 40%.
Την βελτίωση των αρδευτικών πρακτικών που μπορεί να εξοικονομήσει έως και το 30% του νερού που σήμερα χρησιμοποιείται.
Τη δυνατότητα εφαρμογής μιας ουσιαστικής πολιτικής εξοικονόμησης νερού και επαναχρησιμοποίησης των υγρών αποβλήτων.
Με μια πρώτη εκτίμηση φαίνεται ότι σε μια τέτοια περίπτωση, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε «μεταφορά» νερού, όχι μόνο καλύπτεται η ζήτηση σε νερό στον Θεσσαλικό κάμπο αλλά δημιουργείται και υδατικό πλεόνασμα, με αποτέλεσμα να μπορούν να αρδευτούν και εκτάσεις που σήμερα δεν αρδεύονται.
Είναι κρίσιμο, πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση, να εξεταστούν διεξοδικά όλες οι εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται και να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις. Μια λύση για παράδειγμα σαν αυτή που προτείνεται να εξεταστεί, έχει πολλά περισσότερα πλεονεκτήματα σε σύγκριση με αυτή που προβάλλεται ως βέλτιστη από το σχέδιο διαχείρισης:
Είναι οικονομικά συμφέρουσα, καθώς αφ’ ενός κοστίζει πολύ λιγότερο από τα έργα της εκτροπής και αφ’ ετέρου θα μπορεί να προσφέρει αρδευτικό νερό σε πολύ μικρότερη τιμή.
Έχει μεγαλύτερο αριθμό ωφελούμενων πολιτών, αφού εκτός από τον αγροτικό τομέα λαμβάνονται μέτρα που δίνουν λύσεις τόσο στην ύδρευση των θεσσαλικών πόλεων όσο και στην αποχέτευσή τους που δημιουργεί προβλήματα ποιότητας νερού.
Βελτιώνει τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και τις καθιστά βιώσιμες στον χρόνο και στον ανταγωνισμό, ενώ παράλληλα δημιουργεί την υποδομή για την εφαρμογή σύγχρονων συστημάτων καλλιέργειας που οδηγούν σε ποιοτικά προϊόντα.
Διασπείρει τα έργα σε όλη την περιφέρεια και όχι μόνο σε συγκεκριμένα τμήματά της, βελτιώνοντας συνολικά την αρδευτική και υδρευτική υποδομή της.
Δεν προκαλεί βίαιες περιβαλλοντικές αλλαγές που ενέχουν κινδύνους μη αναστρέψιμων ποιοτικών αλλαγών. Είναι για παράδειγμα βέβαιο ότι σε ενδεχόμενη εκτροπή θα υπάρξει μια μεταφορά της ρύπανσης του Πηνειού στις εκβολές του που σήμερα προστατεύονται, ενώ από ανάλογα παραδείγματα φαίνεται ότι αλλαγές στο κλίμα της περιοχής των φραγμάτων μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο ακόμα και την ύπαρξη των δασών κωνοφόρων.
Επειδή πιστεύουμε ότι ο χρόνος είναι σημαντικός, καθώς η χώρα μας, όπως και όλες οι χώρες της ΕΕ είναι υποχρεωμένες έως το 2015 να έχουν όλα τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα σε «καλή οικολογική κατάσταση», καλό θα ήταν τα Σχέδια Διαχείρισης θα πρέπει άμεσα να επαναδιατυπωθούν ΧΩΡΙΣ την μεταφορά νερού από τον Αχελώο, συμπεριλαμβάνοντας όμως όλα τα έργα που θα αφορούν την διαχείριση του υδατικού δυναμικού της περιφέρειας. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα υπάρξει η ελπίδα για μια μόνιμη και βιώσιμη λύση προς όφελος όλων των Θεσσαλών».