ΑΘΗΝΑ
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο σκηνοθέτης των «Τεμπέληδων της Εύφορης Κοιλάδας», του «Αυτή η Νύχτα Μένει», του «Ονειρεύομαι τους Φίλους μου», του «Εργένη» πέθανε λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 11/1 από καρδιακό επεισόδιο.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, από τους πλέον αναγνωρισμένους, παραγωγικούς και αγαπημένους σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου απεβίωσε σε ηλικία 74 ετών.
Ένας απολαυστικά εύγλωττος δημιουργός, κοινωνός της πνευματικότητας του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, κινήθηκε με συνέπεια πέρα από τα προφανή για να αναδείξει μέσα από 17 ξεχωριστές ταινίες, την ειρωνεία, το χιούμορ και την υπαρξιακή κωμωδία της αληθινής ζωής.
Με χαρακτηριστική άρνηση στον καθωσπρεπισμό, είχε δηλώσει πρόσφατα στην πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας «Η Κόρη του Ρέμπραντ»: «δεν έχω μάθει να κάνω κανονικές ταινίες και για να σας πω αλήθεια με πλήττουν αφόρητα». Η καλλιτεχνική «παραβατικότητα» ήταν άλλωστε η μόνιμη θεματική του έργου του, ενός έργου που έδινε «διαστάσεις» στη μεγάλη οθόνη.
Ο Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε το 1941 στην Μυτιλήνη και σπούδασε σκηνοθεσία σε Αθήνα και Παρίσι. Το 1973 επέστρεψε στην Ελλάδα και η πρώτη του ταινία «Τα Χρώματα της Ίριδας» (1974), προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το πρώτο της μεταπολίτευσης, ιντριγκάροντας με την αντισυμβατική αφηγηματική γραφή της.
Στη συνέχεια ακολούθησαν οι θρυλικοί «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» (1978), η ταινία που καθόρισε την καριέρα του Νίκου Παναγιωτόπουλου και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο με τη Χρυσή Λεοπάρδαλη. Η ανυποχώρητη σάτιρα του Παναγιωτόπουλου στη σύγχρονη οκνηρία και την τρυφηλότητα της ευμάρειας, απορρίφθηκε σκανδαλωδώς από το Κέντρο Κινηματογράφου, και τελικά σάρωσε ταμεία, αλλά και τα μεγάλα βραβεία στη Θεσσαλονίκη.
Από το «Μελόδραμα;» (1981), μέχρι το «Ονειρεύομαι τους Φίλους μου» (1993) και τον «Εργένη» (1997), ο Παναγιωτόπουλος συνέχισε να προσεγγίζει την ερωτική αυταπάτη, τα όρια των σχέσεων και το γελοίο της ύπαρξης με τρόπο ανυποχώρητο, καθαρά προσωπικό και σπιρτόζικα δεικτικό. Ο ίδιος υπήρξε άλλωστε ευπροσήγορος ομιλητής, τόσο μέσα από τις εικόνες, όσο και μέσα από τις λέξεις.
Το 2000 κινηματογράφησε με το «Αυτή η Νύχτα Μένει» τον λαϊκό νταλκά της εθνικής μας ταυτότητας, κι έπειτα «έπαιξε» με το γκονταρικών αναφορών «Beautiful People» (2001) και το φορμαλιστικό μιούζικαλ «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» (2006). Τα τελευταία χρόνια επιθυμούσε να επικοινωνήσει «κωμωδίες παρεξηγήσεων». Οι ταινίες «Η Λιμουζίνα» (2013) και «Η Κόρη του Ρέμπραντ» (2015) πιστοποιούσαν την αυτοσαρκαστική διάθεση του Παναγιωτόπουλου να προκαλέσει με αυθάδεια τη γελοιότητα.
Γνήσια αντι-κανονικός και καλλιτεχνικά παρόν μέχρι τέλους, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος κλείνει με το θάνατό του ένα μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος «υπηρέτησε ακάματα τον χώρο του κινηματογράφου, δημιουργώντας ιστορίες και εικόνες μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του», αναφέρει σε ανακοίνωση του το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο,
«Για πενήντα χρόνια ήταν αφιερωμένος στην έβδομη τέχνη αφήνοντας πίσω πλήθος ταινιών. Ο βραβευμένος σκηνοθέτης, ένας άνθρωπος αντισυμβατικός και τρυφερός με μεγάλη αίσθηση κριτικής και αυτοσαρκασμού, δημιουργούσε πρώτα για τον ίδιο, "για να ξεγελάει τον χρόνο".
Οι άνθρωποι του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, που τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του, εκφράζουν τα θερμά τους συλλυπητήρια στους οικείους του», καταλήγει η ανακοίνωση.