ΑΘΗΝΑ
Την άποψη ότι η ιστορική επιστήμη “δεν μπορεί να είναι σκλάβα ούτε της επικαιρότητας, ούτε της εθνικής εξωτερικής πολιτικής του κάθε κράτους, ούτε να γράφεται καθ υπαγόρευση της μνήμης, που δεν είναι ενιαία” εκφράζει η καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ, Μαρία Ρεπούση στον Αθήνα 9,84.
Με αφορμή την δήλωση του υπουργού Παιδείας για τους Πόντιους, η κ. Ρεπούση, η οποία έγινε στόχος σφοδρής κριτικής λόγω ενός όρου που χρησιμοποίησε σε σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας (σ.σ. τη λέξη “συνωστισμός”), για τη Μικρασιατική Καταστροφή, τονίζει:
"Ο διάλογος που πρέπει να ανοίξει σε πολιτικό επίπεδο, δεν είναι τι έγινε και τι δεν έγινε στον Πόντο, αλλά πώς η Δημοκρατία, η σημερινή ελληνική Δημοκρατία, επιτρέπει το μακρύ χέρι της πολιτικής πάνω στην επιστήμη και τους επιστήμονες, αλλά και στους πολιτικούς που ενδεχομένως στηρίζονται σε μια ιστορική άποψη, την οποία αποδέχονται και εκφράζουν δημόσια".
“Τι δουλειά έχουν τα κοινοβούλια να αποφαίνονται για το παρελθόν; Αυτό είναι ένα πολύ επικίνδυνο μονοπάτι, διότι τα κοινοβούλια -δεν μιλάω για τα διεθνή φόρα, ούτε για τον ΟΗΕ-, δεν έχουν δουλειά να αποφαίνονται για το ιστορικό παρελθόν. Υπάρχει η ιστορική επιστήμη η οποία ερευνά, συμπληρώνεται, αλλάζει μέσα στα χρόνια και έχει να κάνει με τη διατήρηση του ιστορικού παρελθόντος, δηλαδή με το να το καθιστά κάθε φορά ζωντανό".
“Τα κοινοβούλια προχώρησαν και όχι μόνον αποφαίνονται για το παρελθόν, χαρακτηρίζουν τι έγινε και τι δεν έγινε, αλλά έχουν ψηφίσει και νόμους που ποινικοποιούν την αντίθετη άποψη. Αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Σε ποιο κόσμο οδηγούμαστε, μέσα από αυτή την ανάμειξη της πολιτικής στην ιστορία; Εάν κάποια κοινότητα, κάποιο έθνος, κάποια θρησκευτική ομάδα, αισθάνεται ότι έχει λόγους να διεκδικήσει, ποινικά, κάποια αναγνώριση, υπάρχουν διεθνή φόρα και ο ΟΗΕ που διασφαλίζει αντικειμενικότητα στις αποφάσεις και την χρησιμοποίηση των όρων, γιατί όλα αυτά είναι αντικείμενο διαλόγου και επεξεργασίας” αναφέρει επίσης.
Όσον αφορά τη διάταξη για ποινικοποίηση της αντίθετης άποψης αναφορικά με τις αναγνωρισμένες από την ελληνική Βουλή γενοκτονίες, λέει:
“Μια διάταξη που δεν ψήφισε τότε ούτε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ούτε εγώ προσωπικά, παρόλο που το κόμμα μου τότε, η Δημοκρατική Αριστερά, είχε ταχθεί υπέρ αυτής. Την θεωρώ εξαιρετικά επικίνδυνη. Αυτή η ιστορία των νόμων της μνήμης, τι πρέπει να θυμόμαστε και τι πρέπει να ξεχάσουμε και ποιος τιμωρείται για το τι θυμάται και τι λέει, έχει απασχολήσει τη διεθνή κοινότητα.
Στη Γαλλία έγιναν δίκες με βάση τους νόμους της μνήμης…
Εάν θεσπίσουμε τέτοιες πρακτικές, οι οποίες έχουν ξεκινήσει από πολύ καλές προθέσεις, δηλαδή η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος ήταν αυτή που οδήγησε στο να ψηφίζονται οι σχετικές διατάξεις από τα εθνικά κοινοβούλια… Εκεί, στην άρνηση του Ολοκαυτώματος, κρυβόταν στην ουσία η δικαιολόγηση της ναζιστικής θυριωδίας. Αν και η αφετηρία ήταν σωστή, οδηγούμαστε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια.
Στην Ελλάδα, έχουμε καταλήξει να ασκείται ένα είδος εθνικής τρομοκρατίας. Η εθνική ορθότητα έχει φτάσει να τρομοκρατεί κάποιον ιστορικό, πολιτικό, που μπορεί να έχει μια διαφοροποίηση στην κυρίαρχη εθνική άποψη. Αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό.
Και δεν είναι αλήθεια το επιχείρημα που λένε τώρα για τον κ. Φίλη, ότι είναι υπουργός Παιδείας, διότι τα έχω υποστεί κι εγώ -που δεν ήμουν υπουργός Παιδείας-, ιστορικοί, αλλά και απλοί πολίτες, οι οποίοι τόλμησαν να θέσουν κάποια ερωτήματα στο κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Πρέπει ανεξαρτήτως κομμάτων, να βγουν οι φωτισμένοι άνθρωποι αυτού του τόπου -γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί- και να μιλήσουν".