«Από τότε που ξανακούστηκε, μετά από πολλές δεκαετίες, χάρη στις άοκνες προσπάθειές σας, το «Φως ιλαρόν», στις εκκλησίες της Ανατολής, το δικό μας τάμα, το δικό μας «χατζηλίκι» είναι να λειτουργηθούμε στη γη των παππούδων μας. Είναι το καλύτερο μνημόσυνο στους πρόσφυγες που πέθαναν με τον πόνο του ξεριζωμού» τόνισε μέσα σε κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος προσφωνώντας τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο μετά τη θεία λειτουργία που τέλεσε ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας στην αλειτούργητη για 90 χρόνια εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου στη Νίγδη της Καππαδοκίας, την Κυριακή 9 Ιουνίου. Στο φετινό προσκύνημα στην Καππαδοκία, που καθιερώθηκε επί της πατριαρχίας του κ. Βαρθολομαίου, ο εσπερινός τελέστηκε στον ερειπωμένο ναό της Αγίας Μακρίνας στην Αξό.
Προσφωνώντας τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, απόγονος Καππαδοκών προσφύγων ο ίδιος, είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Με ιδιαίτερη συγκίνηση συμμετέχουμε και φέτος στο προσκύνημα της Καππαδοκίας παιδιά και εγγόνια των προσφύγων που ξεριζώθηκαν από τον ευλογημένο τούτο τόπο της Ανατολής.
Πιστά τέκνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, οι Καππαδόκες διακρίθηκαν για το υψηλό θρησκευτικό τους φρόνημα, την ταπεινοφροσύνη, την ευσέβεια και την εγκράτειά τους. Η παρουσία του Θεού στη ζωή τους αδιάλειπτη και η επίκληση του διαρκής σε ό,τι και αν έκαναν. «Κύριε βοήθει» διαβάζουμε σε μοναστήρια και εκκλησίες. «Κύριε στερέωσον τον οίκον τούτο» η επιγραφή στο ραγισμένο υπέρθυρο σπιτιού στην Καρβάλη. Αλλά και τα λαϊκά τους αναγνώσματα κατά κανόνα είναι οι βίοι Αγίων με πιο διαδεδομένο τον Αλέξιο, τον άνθρωπο του Θεού. Ακόμη και στους χορούς τους οι Καππαδόκες επικαλούνται την άνωθεν βοήθεια. «Κύριε ‘λέημον, Κύριε ‘λέησον» τραγουδούν στον χορό του «Έι Βασίλη», παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Θυμούμαι την προγιαγιά μου Τοξάνα, που έκλεισε τα μάτια της σε βαθύ γήρας στις αρχές του ‘80, να σταυροκοπιέται με κάθε αφορμή και να μας προτρέπει να κάνουμε τον σταυρό μας όταν περνούμε μπροστά από την εκκλησιά ή όταν χτυπά η καμπάνα. Τα μόνα ρωμέικα που ήξερε ήταν το «Πάτερ ημών» και το «Κύριε ελέησον».
Στην αντιφώνησή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Χαιρόμεθα, διότι σήμερον συμπροσκυνηταί και συνοδοιπόροι μας ευρίσκονται και εκπρόσωποι των ομίλων Καππαδοκών, γόνων των ιερών τούτων τόπων, με προεξάρχοντα τον Εξοχώτατον και φίλτατον Υπουργόν κ. Μάξιμον Χαρακόπουλον, και με νοσταλγίαν και συγκίνησιν επισκεπτόμεθα την πολύπαθον γην των πατέρων μας.
Πριν ενενήντα χρόνια, ανήκοντα εις την ιστορίαν και δι’ άλλους, τους πολλούς, εις την αιωνιότητα, ωνειρευθήσαν οι πατέρες μας εις τα χώματα αυτά, ότι έσκαπτον κάποιοι, προσπαθούντες να εκριζώσουν ένα μεγάλο Δένδρον. Ξύπνησαν ριγώντες και αισθανόμενοι εις το βάθος της ψυχής των την ιδικήν τους φωνήν κραυγάζουσαν σιωπηρώς: «Μου κόβουνε τις ρίζες μου».
Το Δένδρον εκείνο, κατά τούς πολλούς, έπεσεν. Έγινε και αυτό γη και σποδός. Ενόμισαν και επιστεύσαμεν οι πολλοί ότι το «δένδρον ετάφη». Και ελησμονήθη ότι «αναστάς εκ του τάφου θεοπρεπώς, τους φθαρέντας συνήγειρεν» ο Κύριος. Και ελησμονήσαμεν, ότι εις την γην όμως έμεινεν η ζωντανή Ρίζα. Και δεν συνειδητοποιήσαμεν ποτέ την ζωντανήν Ρίζαν, η οποία παραμένει. Και όχι μόνον μένει εις τον τόπον της αλλά και μεταφυτεύεται. Και το εκεί υπάρχει και εδώ και αντιστρόφως».