ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στην αρχή ήταν η κρίση, μετά τα χαμηλά εισοδήματα και μετά η αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Η ζήτηση για καυσόξυλα εκτινάχθηκε, δημιουργώντας μεγάλα περιθώρια κέρδους, τα οποία αποτέλεσαν «κίνητρο» για πολλούς να ασχοληθούν με τη λαθροϋλοτομία, καταστρέφοντας τη φύση, αποκομίζοντας παράνομα κέρδη και δίνοντας «τροφή» στο παρεμπόριο. Η κρίση ώθησε και πολλούς άλλους στα δάση, με σκοπό - αυτή τη φορά - την ικανοποίηση των αναγκών των οικογενειών τους για θέρμανση. Το αποτέλεσμα ήταν μέχρι τώρα απογοητευτικό, καθώς από τα μέσα του 2011, οπότε κι η λαθροϋλοτομία έλαβε μεγάλες διαστάσεις, μέχρι σήμερα, έχουν «πληγεί» τεράστιες δασικές εκτάσεις και όσο ο καιρός αλλάζει και ο χειμώνας πλησιάζει αναμένεται έξαρση του φαινομένου.
«Το 80% των παραβάσεων που εντοπίσαμε εντός του 2013 αφορά τη διακίνηση καυσόξυλων για λόγους εμπορίας και μόλις ένα 20% αφορά την υλοτόμηση ξύλων για την κάλυψη προσωπικών αναγκών» εξηγεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο γενικός διευθυντής Δασών και Αγροτικών Υποθέσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας - Θράκης Νικήτας Φραγκισκάκης. Ο ίδιος επισημαίνει ότι, σε σύνολο 3.567 ελέγχων στη μεταφορά καυσόξυλων, εντοπίστηκαν 165 παραβάσεις και κατασχέθηκαν 461 τόνοι ξύλα, 25 οχήματα, 33 εργαλεία κοπής και κάποια ζώα μεταφοράς.
Αρκετά μακρύτερα, στην περιοχή της Ηπείρου, το πρόβλημα εντείνεται από τα «εισαγόμενα κυκλώματα» που δραστηριοποιούνται στον χώρο, με σκοπό την παράνομη υλοτόμηση και εμπορία καυσόξυλων. «Η λαθροξύλευση συνεχίζεται στην ελληνοαλβανική μεθόριο - και στην περιοχή της Ηπείρου και στην περιοχή του Γράμμου στην Καστοριά», σημειώνει, από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής Δασών και Αγροτικών Υποθέσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας Δημήτρης Ζήκος. Παράλληλα, σχολιάζει πως μπορεί να μην εντοπίζονται πολύ μεγάλα φορτία (π.χ. τριάντα τόνων), αλλά η συχνή διακίνηση μικρών φορτίων από τις ίδιες ομάδες ανθρώπων είναι ενδεικτική του λαθρεμπορίου που διενεργούν.
«Ο κόσμος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις σημερινές απαιτήσεις των καιρών. Το πρόβλημα ξεκινά από εκεί», αναφέρει ο αντιπεριφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Θεοφάνης Παπάς, ο οποίος δηλώνει ότι γνωρίζει από κοντά το πρόβλημα, καθώς ζει στη δασική περιοχή του Σοχού.
Κάμψη του φαινομένου μετά την αυστηροποίηση των μέτρων
Σε ό,τι αφορά, πάντως, τον βαθμό του φαινομένου σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ο κ. Φραγκισκάκης διαπιστώνει κάμψη, την οποία αποδίδει στην αυστηροποίηση των ποινών στους λαθροϋλοτόμους, που επήλθε με τον νόμο 4138 (ισχύει από την περασμένη άνοιξη). «Η παράνομη διακίνηση φορτίων αξίας μέχρι 300 ευρώ αντιμετωπίζεται ως πταίσμα και άνω των 300 ευρώ ως πλημμέλημα. Όταν εντοπίζεται φορτίο αξίας άνω των 10.000 ευρώ, επιβάλλεται ποινή δεκαετούς κάθειρξης. Παράλληλα, για κάθε παράνομο φορτίο, ανεξαρτήτως αξίας, προβλέπεται η κατάσχεση κάθε μέσου μεταφοράς, όλων των εργαλείων που εντοπίζονται, καθώς και της άδειας κυκλοφορίας των οχημάτων και του διπλώματος των οδηγών. Επιπλέον, καταλογίζεται, σε όσους παρανομούν, διοικητικό πρόστιμο, μέσω των εφοριών, που ανέρχεται στο πενταπλάσιο της τιμής αγοράς των καυσόξυλων» διευκρινίζει, από την πλευρά του δασαρχείου Αρναίας, ο Μάρκος Μπρούζος.
Την ίδια στιγμή, γίνεται προσπάθεια για εντατικοποίηση των ελέγχων και των περιπολιών ακόμη και τα απογεύματα, τα βράδια, τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές. «Κινούμαστε διαρκώς. Οι περιπολίες είναι συνεχείς και οι έλεγχοι έχουν 'σφίξει', ενώ και οι κατασχέσεις αλλά και το νέο νομικό πλαίσιο έχουν λειτουργήσει αποθαρρυντικά μέχρι στιγμής» επισημαίνει ο απερχόμενος δασάρχης Αρναίας Αναστάσιος Αϊναλής.
Στην ίδια κατεύθυνση, θετικά έχει συμβάλλει και η εγκατάσταση δασοφύλακα στην Ουρανούπολη, ο οποίος ελέγχει τα παραστατικά που συνοδεύουν κάθε φορτίο με ξύλα που βγαίνει από το Άγιον Όρος. «Μέχρι τώρα, όσοι εντοπίζονταν να συνοδεύουν φορτίο χωρίς παραστατικά μπορούσαν να επικαλεστούν την ιδιαιτερότητα του νομικού καθεστώτος στο Άγιον Όρος ενώ στην πραγματικότητα μετέφεραν παράνομο φορτίο. Αυτό πλέον δεν συμβαίνει με τους ελέγχους που πραγματοποιούνται στην είσοδο και την έξοδο από την Ιερά Κοινότητα» προσθέτει.
Σε ό,τι αφορά το ποσοστό εκείνο της λαθροϋλοτόμησης που «καλύπτει» οικογενειακές ανάγκες θέρμανσης, γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια από τις αρχές ώστε το κοινό να ενημερώνεται για τους νόμιμους τρόπους, με τους οποίους μπορεί να προμηθευτεί ξύλα. «Οι Δήμοι προχωρούν στη διανομή καυσόξυλων σε πολύ χαμηλές τιμές σε διάφορες κατηγορίες δημοτών, με βάση κοινωνικά κριτήρια. Διακόσιες δέκα οικογένειες στον Δήμο Πολυγύρου θα πάρουν ξύλα στην τιμή των 50 ευρώ για τα δυόμισι χωρικά» τονίζει ο προϊστάμενος του δασαρχείου Πολυγύρου Λευτέρης Πιτσιόκος.
Επιπλέον γνωστοποιεί ότι έχει λειτουργήσει ιδιαίτερα θετικά μια ρυθμιστική διάταξη που τέθηκε πέρσι σε ισχύ και επιτρέπει σε κατοίκους να κόψουν μόνοι τους ξύλα ή να συγκεντρώσουν ήδη πεσμένα ξύλα από το δάσος, μόνο σε περιοχές που ελέγχει και υποδεικνύει το δασαρχείο, ώστε να μην πλήττεται το οικοσύστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο γι' αυτό το σκοπό υποβλήθηκαν πέρσι δυόμισι χιλιάδες αιτήσεις στον Πολύγυρο!
Στο κοινό διατίθενται ακόμη, μέσω δημοπρασιών, τα ξύλα που κατάσχονται κατά τη διαδικασία των ελέγχων, αλλά και εκείνα που προέρχονται από υλοτομίες για τη διάνοιξη δρόμων.
Λίγο μακρύτερα, στην Αρναία Χαλκιδικής, το δασαρχείο διανέμει στο κοινό και τα καυσόξυλα που προκύπτουν από την εξορυκτική δραστηριότητα στην περιοχή. «Φέτος αναμένεται να διανεμηθούν 6.000 τόνοι καυσόξυλα» αναφέρει ο κ. Αϊναλής.
Ακόμη και για εκείνους που διαμένουν σε αστικό περιβάλλον και έχουν στην ιδιοκτησία τους αγροτική έκταση στην περιοχή της Ηπείρου, προβλέπεται, κατά τον κ. Ζήκο, η δυνατότητα κοπής ξύλων, αποθήκευσής τους σε αγροτικό χώρο και μεταφοράς τους στα αστικά κέντρα.
«Προσπαθούμε να καλύψουμε τις ανάγκες του κόσμου μέσα από διαδικασίες που προβλέπονται από το νόμο. Υπάρχει μάλιστα και μια μικρή 'ανοχή', όταν εντοπίζονται σε ελέγχους περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν μεγάλη ανάγκη» υπογραμμίζει, σε κάθε περίπτωση, ο γενικός διευθυντής Δασών και Αγροτικών Υποθέσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας - Θράκης και τονίζει ότι, από τις 15 Σεπτεμβρίου, οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν τεθεί σε αυξημένο βαθμό επαγρύπνησης ενόψει του φθινοπώρου και του χειμώνα.