Αθήνα
Κατά 50% έχουν αυξηθεί τα περιστατικά της κατάθλιψης στην Ελλάδα την τελευταία διετία, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με μελέτη του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η έρευνα έγινε σε τυχαίο αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού τον περασμένο Μάιο και αποκάλυψε ότι η μηνιαία επικράτηση της μείζονος κατάθλιψης, δηλαδή της νόσου που πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα με θεραπευτικές μεθόδους και ιατρική παρέμβαση, φτάνει σε ποσοστό 12,3% του ελληνικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, συγκρινόμενα με το 2011, περίπου 12 στους 100 κατοίκους στη χώρα μας πληρούν τα κλινικά κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2011 ήταν 8,2%, ενώ φέτος το ποσοστό έφτασε το 12,3%, δηλαδή κατέγραψε ποσοστιαία αύξηση 50%.
Οι ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο είναι οι γυναίκες, τα άτομα ηλικίας 35 έως 44 και 55 έως 64 ετών, τα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, τα άτομα με εισόδημα 0 έως 400 ευρώ, οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι. Οι γυναίκες εμφανίζουν πιο συχνά κατάθλιψη σε ποσοστό 15,6% σε σχέση με τους άνδρες που εμφανίζουν την ασθένεια σε ποσοστό 9%.
Η έρευνα του ΕΠΙΨΥ έρχεται να επιβεβαιώσει παλαιότερες μελέτες που δείχνουν ξεκάθαρα αμείωτη αύξηση της σοβαρής κατάθλιψης στον ελληνικό πληθυσμό, από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009 και 8,2% το 2011.
Επιστημονικό ενδιαφέρον προκαλεί το στοιχεία ωστόσο της νέας μελέτης, που δείχνει ότι η εμφάνιση της κατάθλιψης είναι πιο συχνή σε ανθρώπους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά και όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα. Έτσι, οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι 1 στους 2 έλληνες με οικογενειακό εισόδημα κάτω των 400 ευρώ πληρεί όλα τα απαραίτητα κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης. Επίσης, οι άνεργοι βρέθηκαν να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης, σε ποσοστό 19,8%, που είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο των ατόμων που εργάζονται, σε ποσοστό 9,8%. Τέλος, η επικράτηση της κατάθλιψης είναι υψηλότερη στα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, σε ποσοστό 20,9% και μικρότερη σε αυτά με ανώτερο-ανώτατο εκπαιδευτικό επίπεδο, σε ποσοστό 7,2%.