Της Μαρίνας
Αποστολοπούλου
Κάποτε η επαιτεία ήταν το αρνητικό «δείγμα» μιας κοινωνίας όπου ολίγοι, είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο εξαθλίωσης ώστε να περιφέρουν την ανάγκη για επιβίωση στις γωνιές των δρόμων, ζητώντας την ελεημοσύνη των συνανθρώπων τους προκειμένου να επιβιώσουν. Και τότε, εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, έσκυβαν με συμπάθεια πάνω από την ανάγκη του άλλου και κατέθεταν τον οβολό τους στο χέρι εκείνου που είχε ανάγκη.
Οπως όμως όλα… εκσυγχρονίζονται σε αυτή τη ζωή ακόμη και η επαιτεία, εξελίχθηκε. Άλλαξε μορφή και μετεξελίχτηκε, όπως σαφώς μπορούμε όλοι να αντιληφθούμε σε.. επάγγελμα. Μπορεί ο «εργαζόμενος» να μην κολλάει ένσημα ή να μην ασφαλίζεται (άλλωστε αυτά τα «προνόμια» τείνουν γενικώς να εξαλειφθούν από την εργασιακή ζωή στην Ελλάδα της κρίσης και της τρόικας), αλλά προφανώς πρόκειται για ένα επάγγελμα «προσοδοφόρο» και δη αφορολόγητο, αν κρίνει κανείς από την έκταση που έχει λάβει. Και αν κρίνει κανείς από το γεγονός επίσης ότι πολλοί εκ των επαιτών, μεταξύ των οποίων και πολλά παιδιά, έχουν και «μάνατζερ» οι οποίοι… ρυθμίζουν τη δραστηριότητά τους και βεβαίως λυμαίνονται και μέρος από τα κέρδη τους, προφανώς το μεγαλύτερο. Και μάλιστα οι περισσότεροι της κατηγορίας αυτής είναι «επαίτες εισαγωγής», προερχόμενοι από άλλα κράτη οι οποίοι είτε εισάγονται «συντεταγμένα» για τον σκοπό αυτό, είτε βρίσκουν απασχόληση του τύπου αυτού όντας ήδη εδώ.
Και βεβαίως υπάρχει και η κλασική κατηγορία των αθιγγάνων, οι οποίοι εν Ελλάδι τουλάχιστον είναι οι πρώτοι διδάξαντες την επαιτεία ως επαγγελματική ενασχόληση, με απαραίτητο «αξεσουάρ» στις περισσότερες περιπτώσεις-διότι δυστυχώς έτσι αντιμετωπίζονται-ένα παιδί, που πολλές φορές μπορεί να είναι και… δανεικό, προκειμένου το κοινό αίσθημα να ανταποκρίνεται καλύτερα, καθώς η θέα ενός μικρού παιδιού, πάντα χτυπάει εύστοχα στις χορδές ευαισθησίας ενός ενήλικα. Όλο αυτό συνοδεύεται από διάφορους τύπους «ευχών» καθ ον χρόνον ο «πελάτης» πλησιάζει, του τύπου «δώσε κάτι κοπέλα μου να σε έχει ο Θεός καλά» και άλλα παρόμοια, αλλά αν ο πελάτης δεν… ανταποκριθεί, τότε είναι πιθανό κατά την απομάκρυνση εκ του... ταμείου να τον «λούσουν» με διάφορα κοσμητικά επίθετα τα οποία, ενίοτε, εκστομίζονται και στην ιδιωματική γλώσσα για να μην είναι και απολύτως κατανοητά. Η υπάρχει και εκείνος ο τύπο αθίγγανης κυρίως, που δίνει κανονική παράσταση, φωνάζοντας σπαραξικάρδια σε βαθμό που για να σταματήσει να φωνάζει-αν μη τι άλλο- ο περαστικός αναγκάζεται κάτι να της δώσει.
Επίσης τα τελευταία χρόνια «ευδοκιμεί» και μία νέα κατηγορία επαιτείας του τύπου «έχεις ένα ευρώ». Εκεί που ο ανύποπτος προχωράει στον δρόμο τον πλησιάζει ας πούμε ένα νεαρός, ο οποίος κατά τα λοιπά δεν… δείχνει και σου λέει, «έχεις να μου δώσει ένα ευρώ» και από κει και πέρα, κολλάνε διάφορες δικαιολογίες του τύπου, «να πάρω ένα σάντουιτς», «να πάρω το λεωφορείο» και άλλα παρόμοια.
‘Η ο άλλος νέος τύπος επαιτείας είναι αυτός που κυρίως γυναίκες και συνήθως με ένα παιδί στην αγκαλιά, την στήνουν έξω από τα σουπερ-μάρκετ και ζητάνε κάτι σε «είδος»: «Πάρε μου γάλα για το παιδί μου», «πάρε μου μακαρόνια για το παιδί μου» και άλλα ανάλογα. Οι περισσότερες δε από αυτές τις γυναίκες, όλων των ανωτέρω κατηγοριών, όπως και αρκετοί από τους άνδρες, που πάντως συνολικά είναι λιγότεροι είναι νέοι σε ηλικία και δείχνουν υγιείς και ικανοί να απασχοληθούν σε κάποια δουλειά για να βγάλουν μεροκάματο.
Η κατηγορία «παιδιά» είναι μία ξεχωριστή κατηγορία. Πέραν εκείνων που χρησιμοποιούνται ως «αξεσουάρ» από τους μεγάλους, είναι και αυτά που επαιτούν μόνα τους και βεβαίως γιατί πάλι χρησιμοποιούνται από τους μεγάλους για να πάρουν την «είσπραξη». Πριν μερικά χρόνια τα παιδιά των φαναριών αποτελούσαν «ανοιχτή πληγή», τώρα όμως τα παιδιά εκτός από τα φανάρια κινούνται και στους δρόμους της πόλης, διασπαρμένα και «εργαλεία» της ίδιας μεθοδευμένης επιχείρησης «ζητιανιάς» από την οποία κάποιοι ατιμώρητα επωφελούνται.
Μέσα σε όλον αυτό τον συρφετό, διότι περί συρφετού πρόκειται, ατυχώς υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που όντως έχουν ανάγκη. Οι οποίοι στα χρόνια της κρίσης, ενδεχομένως έφτασαν στο «αμήν» και χωρίς να έχουν άλλη εναλλακτική, αναγκάστηκαν να βγάλουν την απελπισία τους και την ανάγκη τους για επιβίωση στον δρόμο.
Και λέμε «ατυχώς» πρώτον γιατί όταν μία κοινωνία βγάζει στον δρόμο τους ανθρώπους της από πραγματική ανάγκη και όχι εξ επαγγέλματος, τότε είναι μία κοινωνία η παθογένεια της οποίας έχει αγγίξει πεζοδρόμιο. Και επίσης λέμε «ατυχώς» διότι μέσα στο κλίμα της γενικής καχυποψίας που υπάρχει πλέον απέναντι σε κάποιον επαίτη, το αποτέλεσμα είναι οι περισσότεροι να προσπερνάνε έχοντας την αίσθηση ότι απλώς τους «εκμεταλλεύονται κάποιοι επιτήδειοι», και χάνονται και αυτοί που έχουν πραγματική ανάγκη. «Κοντά στα ξερά (που είναι και τα περισσότερα) καίγονται και τα χλωρά.
Χριστούγεννα λοιπόν. Και τις γιορτινές μέρες, εκτός από τους λοιπούς ελεύθερους «επαγγελματίες» που προσδοκούν άνοδο του τζίρου, αυξάνεται κατακόρυφα και ο αριθμός των επαιτών που τη… στήνουν σε διάφορα περάσματα, κυρίως κεντρικά αλλά και μη, αναμένοντας την ανάλογη ανταπόκρισης από τους εν χαρά και αγαλλίαση ευρισκόμενους πολίτες λόγω του κλίματος των ημερών (θεωρητικά τουλάχιστον).
Οπότε… Οπότε, καλείται τώρα, ο καθένας να «διακρίνει», εναρμονιζόμενος και με το κλίμα φιλανθρωπίας των ημερών, σε ποιον θα δώσει τον όβολο του. Και επειδή, «εγγυήσεις» δεν υπάρχουν, ας έχουμε όλοι κατά νουν ότι δεν δίνουμε πάντα εκεί που υπάρχει ανάγκη αλλά δίνοντας τρέφουμε την ανάγκη να μας παραπλανούν.
Από κει και πέρα, ο καθένας πράττει κατά το δοκούν.