Οι ισχυρές τάσεις υποχώρησης που εμφανίζει ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη και οι ανησυχητικές προβλέψεις για την πορεία της γερμανικής οικονομίας η οποία αναμένεται να κατρακυλήσει σε ύφεση για δεύτερη χρονιά εφέτος, δημιουργούν νέα δεδομένα που αναγκάζουν την ΕΚΤ να επανεκτιμήσει την έως τώρα πολιτική της σχετικά με τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων του ευρώ.
Τα μηνύματα που καταφθάνουν από τη Φρανκφούρτη προμηνύουν δύο μειώσεις επιτοκίων έως το τέλος του έτους, η πρώτη την ερχόμενη εβδομάδα και η δεύτερη τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, στον βαθμό που επαναβεβαιωθούν και το επόμενο διάστημα τα καλά νέα για την πορεία του πληθωρισμού, αναμένονται και νέες μειώσεις επιτοκίων τους πρώτους μήνες του 2025, το εύρος των οποίων θα εξαρτηθεί από την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας με επίκεντρο το υφεσιακό τοπίο στη γερμανική οικονομία.
Το νέο σκηνικό προδιέγραψε άλλωστε με δηλώσεις του, τις προηγούμενες ημέρες, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας λέγοντας ότι ακόμη και μετά τις δύο μειώσεις που αναμένονται εφέτος, τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά στο 3% συγκριτικά με τα χαμηλότερα επίπεδα στα οποία προσγειώνεται ο πληθωρισμός. Στον βαθμό που επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις και ο πληθωρισμός προσεγγίσει το 2%, η ΕΚΤ θα έχει περιθώριο να μειώσει περαιτέρω κατά 1 μία μονάδα τα επιτόκια, εξηγούν οικονομικοί αναλυτές επιχειρώντας να περιγράψουν τα νέα δεδομένα.
Τι σημαίνουν οι εξελίξεις αυτές για την ελληνική οικονομία;
Παράγοντες της οικονομίας και στελέχη του οικονομικού επιτελείου μιλούν για ένα ιδιαίτερα θετικό σκηνικό που βοηθά να συνεχιστεί, απρόσκοπτα, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Η τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης που εκτιμάται ότι θα προέλθει από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων των νοικοκυριών και οι φθηνότερες πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις για χρηματοδότηση επενδύσεων θα έχουν θετικές επιπτώσεις στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ο οποίος σύμφωνα με το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,2% φέτος και στο 2,3% το 2025. Σε κάθε περίπτωση αναμένεται να αποτελέσουν αντίβαρο σε αρνητικές επιπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν από την στασιμότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας αλλά και από ενδεχόμενες οικονομικές αναταράξεις στο διεθνές περιβάλλον.
Το τοπίο χαμηλότερων επιτοκίων δημιουργεί, εξάλλου, ευνοϊκές συνθήκες για την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής που αποτελεί ζητούμενο για τον μετασχηματισμό του οικονομικού μοντέλου στη χώρα μας και τη δημιουργία προϋποθέσεων διατηρήσιμων υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στο μέλλον. Ηδη οι εξελίξεις στο μέτωπο αυτό είναι ιδιαίτερα θετικές.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε αύξηση 6,7% το οκτάμηνο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2024. Αυτό σημαίνει ότι η μεταποίηση ανακάμπτει από την κρίση της περασμένης δεκαετίας με αποτέλεσμα να αυξάνεται το μερίδιο της στο ΑΕΠ. Πρόκειται, όπως αναφέρουν αναλυτές, για πρόδρομο δείκτη περαιτέρω ανάκαμψης των εξαγωγών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τις μεγαλύτερες αυξήσεις παραγωγής παρουσιάζουν οι κλάδοι που παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας όπως είναι η παραγωγή χημικών προϊόντων και ουσιών ( 8,7% ), η παραγωγή φαρμακευτικών σκευασμάτων ( 2,1% ), η βιομηχανία τροφίμων (5,8% ), η παραγωγή μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων (11,9%) η επισκευή και εγκατάσταση μηχανημάτων και εξοπλισμού ( 9% ), η κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικών και οπτικών προϊόντων (4,9%), η κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού (4,9%). Αξιοσημείωτη αύξηση παρουσιάζουν και άλλοι παραδοσιακοί κλάδοι όπως η βιομηχανία καπνού (13,9%) και η ποτοποιία (7,4%).
ΑΠΕ-ΜΠΕ