«Η προτεινόμενη ρύθμιση αποτελεί σταθμό για την εδραίωση και ενίσχυση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα στο ζήτημα αυτό παρέχει στην Ολομέλεια των οικείων Ανωτάτων Δικαστηρίων και στην Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, δηλαδή σε όργανο αποτελούμενο αποκλειστικά από δικαστές ή/και εισαγγελείς, τη δυνατότητα να διατυπώνει γνώμη για την επιλογή της ηγεσίας του αντίστοιχου Δικαστηρίου», αναφέρει η εισηγητική έκθεση και επισημαίνει ότι το αίτημα της συμμετοχής των δικαστών και εισαγγελέων στην επιλογή της ηγεσίας τους έχει διατυπωθεί επανειλημμένως τόσο σε εκθέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και στις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου των ετών 2021, 2022 και 2023, με τη διατύπωση αντίστοιχων συστάσεων προς την Ελλάδα, για τη λήψη μέτρων, ώστε να αντιμετωπιστεί η ανάγκη συμμετοχής του δικαστικού σώματος στην επιλογή των προέδρων και αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρωπαϊκά πρότυπα στο ζήτημα αυτό.
«ΑΠΛΗ ΓΝΩΜΗ»
Η προτεινόμενη ρύθμιση εναρμονίζεται με τις συστάσεις αυτές, χωρίς να αφίσταται ή να αποκλίνει από το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο (παρ. 5 άρθρου 90 του Συντάγματος), το οποίο επιφυλάσσει στο Υπουργικό Συμβούλιο ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα της επιλογής των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αναφέρει η εισηγητική και διευκρινίζει ότι «για τον λόγο αυτό, η παρεχόμενη γνώμη του δικαστικού σώματος μόνο ως «απλή» μπορεί να νοηθεί, υπό την έννοια ότι κατευθύνει, χωρίς, όμως, να δεσμεύει το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη διατύπωση της πρότασής του».
Ως προς την ακολουθητέα διαδικασία, σημειώνεται ότι η γνώμη της Ολομέλειας της Εισαγγελίας ή του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου (ως ανώτατων συλλογικών οργάνων) προηγείται της γνώμης της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, «τούτο δε προς διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και του ανεπηρέαστου της γνώμης των δικαστών».
Προκειμένου να εξασφαλισθεί το ακώλυτο της διαδικασίας, και με δεδομένο ότι για την πλήρωση των θέσεων που κενώνονται στις 30 Ιουνίου κάθε έτους, ο υπουργός Δικαιοσύνης κινεί τη διαδικασία το αργότερο έως το τέλος Απριλίου, προβλέπεται ότι η Ολομέλεια παρέχει τη γνώμη της μέσα σε έναν μήνα από τότε που ζητήθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης, ώστε να αρχίσει το επόμενο στάδιο με τη διαδικασία για τη διατύπωση γνώμης από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η Ολομέλεια συνεδριάζει σε συμβούλιο (και όχι δημόσια) και μετέχουν σε αυτήν όλα τα μέλη του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση κωλυμάτων η Ολομέλεια συγκροτείται νόμιμα και με λιγότερο αριθμό μελών, σε κάθε όμως περίπτωση τα παρόντα μέλη πρέπει να είναι περισσότερα από το ήμισυ των μελών που υπηρετούν.
ΜΥΣΤΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ
Περαιτέρω, «προς διαφύλαξη της εσωτερικής γαλήνης του σώματος και των καλών σχέσεων μεταξύ των δικαστών», τα μέλη του Δικαστηρίου διατυπώνουν την πρότασή τους με μυστική ψηφοφορία επί προτυπωμένων ψηφοδελτίων, έχουν δε τη δυνατότητα να επιλέξουν περισσότερους του ενός συναδέλφους τους για την προς κάλυψη θέση και συγκεκριμένα μεταξύ όσων έχουν τα νόμιμα προσόντα: α) μέχρι πέντε (5) δικαστικούς λειτουργούς για την κάλυψη της θέσης του προέδρου, β) μέχρι πέντε (5) δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς για την κάλυψη της θέσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και γ) αριθμό μέχρι το πενήντα τοις εκατό όσων δικαστικών λειτουργών έχουν τα ανωτέρω προσόντα για τις προς κάλυψη θέσεις αντιπροέδρων. Το Πρακτικό με τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας διαβιβάζεται στον υπουργό Δικαιοσύνης μέσα σε έναν (1) μήνα από τότε που ζητήθηκε η γνώμη της Ολομέλειας. «Η δυνατότητα πολλαπλής ψήφου παρέχεται ακριβώς προς διευκόλυνση των μελών του Δικαστηρίου, καθώς καλούνται να επιλέξουν μεταξύ περισσοτέρων ικανότατων και πολύπειρων συναδέλφων, οι οποίοι πληρούν τα τυπικά προσόντα του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», αναφέρει η εισηγητική έκθεση και καταλήγει:
«Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση, η χώρα μας όχι μόνο συμμορφώνεται προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τις επιλογές των δικαστών, αλλά αποτελεί πλέον η ίδια διεθνές καλό παράδειγμα ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και προαγωγής του κράτους δικαίου, καθώς η συμμετοχή των δικαστών στα ζητήματα διοίκησης του σώματος επεκτείνεται πλέον σε όλους τους βαθμούς ιεραρχίας, ακόμα και στους ανώτατους».