Πρόκειται για έναν 60χρονο αρχιφύλακα και έναν 38χρονο υπαρχιφύλακα, στους οποίους επιβλήθηκαν ποινές κάθειρξης 9 ετών και 2 μηνών (στον πρώτο) και 8 ετών και 8 μηνών (στον δεύτερο).
Το δικαστήριο δεν τους αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό, ενώ αποφάσισε η έφεσή τους να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη στην εκτέλεση της ποινής, με συνέπεια να πάρουν τον δρόμο για τις φυλακές.
Ομόφωνα οι δικαστές τούς έκριναν ένοχους για κατ’ επάγγελμα δωροληψία υπαλλήλων, εισαγωγή και διάθεση κινητών τηλεφώνων σε κατάστημα κράτησης, όπως επίσης για παράβαση καθήκοντος.
Ο σωφρονιστικός υπάλληλος που τιμωρήθηκε με τη μεγαλύτερη ποινή καταδικάστηκε επιπλέον για το αδίκημα της παράνομης βίας. Ο ίδιος, μη μπορώντας να πιστέψει την ετυμηγορία τού δικαστηρίου, απευθυνόμενος στον συνήγορό του, τον ρώτησε: «Θα πάμε φυλακή τώρα;». Ενώ μετά την απάντηση που έλαβε, ψέλλισε: «Δεν θα το αντέξω αυτό».
Η υπόθεση άρχισε να ερευνάται ύστερα από καταγγελίες που έκαναν το 2020 κρατούμενοι των φυλακών Νιγρίτας.
Σύμφωνα με όσα κατήγγειλαν στην Αστυνομία, η «ταρίφα» για την απόκτηση κινητού τηλεφώνου κυμαινόταν γύρω στα 1.000 ευρώ, ενώ, κατά τους ίδιους ισχυρισμούς, κατέβαλλαν μηνιαίως τουλάχιστον 250 ευρώ ως «ενοίκιο» για τη διατήρηση των συσκευών.
«Καθένας είχε την ομάδα του. Είχαν μεταξύ τους ανταγωνισμό», κατέθεσε στο δικαστήριο κρατούμενους, εκ των καταγγελλόντων, αναφερόμενος στους δύο κατηγορούμενους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, επιβεβαιώνοντας όσα είχε καταθέσει στο στάδιο της προδικασίας.
Ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε ότι η προμήθεια των κινητών γινόταν «παραπλεύρως», μέσω τρίτων προσώπων, όπως και η είσπραξη των χρημάτων από πλευράς κατηγορουμένων.ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥΣ
Στις απολογίες τους, οι δύο σωφρονιστικοί, που απομακρύνθηκαν από τη Νιγρίτα όταν ξεκίνησε η έρευνα και μετατέθηκαν υπηρεσιακά σε άλλες φυλακές, αρνήθηκαν κατηγορηματικά τις κατηγορίες, τις οποίες απέδωσαν στο ότι οι καταγγέλλοντες θέλησαν να τους εκδικηθούν με τον τρόπο αυτό για τις έρευνες που διεξάγονταν κατά καιρούς στο συγκεκριμένο σωφρονιστικό κατάστημα για την ανεύρεση κινητών τηλεφώνων.
«Αναγκάζομαι να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Ποτέ στα 35 χρόνια που υπηρετώ ως σωφρονιστικός δεν έδωσα κινητό σε κανέναν. Αντιθέτως, βοηθούσα τους κρατούμενους δίνοντάς τους τσιγάρα και διάφορα προϊόντα από την κοινωνική υπηρεσία των φυλακών. Έπραξα τα νόμιμα, αψηφώντας τους κινδύνους που διέτρεχα», απολογήθηκε ο 60χρονος αρχιφύλακας.
Από την πλευρά του, ο 38χρονος υπαρχιφύλακας ανέφερε ότι εργάζεται από την ηλικία των 22 ετών ως σωφρονιστικός υπάλληλος, δηλώνοντας υπερήφανος για τον τρόπο που ασκεί όλα αυτά τα χρόνια τα καθήκοντά του. «Δεν περίμενα ποτέ να βρεθώ κατηγορούμενος» είπε, μεταξύ άλλων.
Την απαλλαγή τους, λόγω αμφιβολιών, είχε ζητήσει η εισαγγελέας της έδρας. Τεκμηριώνοντας την πρότασή της, ανέφερε ότι οι καταγγέλλοντες «έχουν κινηθεί στον σκοτεινό χώρο του εγκλήματος», εκφράζοντας τις επιφυλάξεις της για τη βασιμότητα όσων ανέφεραν.
Χαρακτήρισε «συγκρουσιακή» τη σχέση μεταξύ σωφρονιστικών και κρατουμένων, τονίζοντας ότι οι τελευταίοι επιλέγουν συχνά την τακτική της καταγγελίας, κάθε φορά που παραπέμπονται στα πειθαρχικά συμβούλια των φυλακών, όταν βρίσκονται πάνω τους συσκευές κινητών.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ