Η Τράπεζα της Ελλάδας ήταν από τις πρώτες Κεντρικές Τράπεζες που ασχολήθηκαν με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, συστήνοντας από το 2009 τη διεπιστημονική Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Η σχετική μελέτη του 2011 μπορεί να χάθηκε τότε μέσα στη δίνη των οικονομικών και κοινωνικών αναταράξεων, ωστόσο αποκτά σήμερα προφητικό χαρακτήρα, αν λάβει κανείς υπ’όψιν την ένταση των καιρικών φαινομένων στην Ελλάδα και όχι μόνο. Ένα μόνο στοιχείο προκαλεί δέος: η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή στα 700 δισ. ευρώ!
Η μελέτη φέρνει την υπογραφή του ακαδημαϊκού Χρήστου Ζερεφού, ως συντονιστή της ΕΜΕΚΑ, μέλη της οποίας ήταν διαπρεπείς επιστήμονες και τα συμπεράσματα είναι εφιαλτικά, πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι οι εξελίξεις δικαιώνουν όσους συνυπογράφουν τη μελέτη.
Πρώτο συμπέρασμα της μελέτης, ο κίνδυνος ανόδου της µέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα µας, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί µέχρι το 2100 µεταξύ 0,2 και 2 µέτρων. Δεύτερη διαπίστωση, ότι με βάση τα υποδείγματα υπολογισµού της ανθρωπογενούς παρέµβασης στο κλίµα υπό τα δύο ακραία σενάρια κλιµατικής µεταβολής, αναµένεται ότι κατά το τέλος του 21ου αιώνα, λόγω της ανθρωπογενούς παρέµβασης, η βροχή θα µειωθεί µεταξύ 5% και περίπου 19%, αντίστοιχα, σε επίπεδο Επικράτειας. Τρίτη βασική εκτίμηση, ότι κατά το τέλος του 21ου αιώνα η θερµοκρασία του αέρα θα αυξηθεί µεταξύ περίπου 3,0 oC και 4,5 oC, αντίστοιχα.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΓΙΑ ΨΥΞΗ ΚΑΙ ΘΕΡΜΑΝΣΗ
Ειδικά όσον αφορά στην άνοδο της θερμοκρασίας, με φόντο τα ρεκόρ του Ιουλίου σε Ελλάδα κι Ευρώπη, η μελέτη υποστηρίζει ότι ακόμα και με το μετριοπαθές σενάριο, στα ηπειρωτικά ο αριθµός των ηµερών κατά τις οποίες η µέγιστη θερµοκρασία θα υπερβαίνει τους 35 oC θα είναι µεγαλύτερος κατά 35-40 ηµέρες την περίοδο 2071-2100 σε σύγκριση µε το παρόν, ενώ ακόµη µεγαλύτερη αύξηση θα σηµειωθεί ως προς τον αριθµό των ηµερών µε ελάχιστη θερµοκρασία άνω των 20 oC (τροπικές νύκτες).
Μια σηµαντική επίπτωση της ανόδου της θερµοκρασίας είναι η αυξανόµενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι. Ειδικότερα, στα πεδινά ηπειρωτικά της Ελλάδος θα υπάρχει αυξηµένη ανάγκη ψύξης έως και 40 επιπλέον ηµέρες τον χρόνο κατά την περίοδο 2071-2010, ενώ στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές οι αυξήσεις θα είναι µικρότερες. Μια θετική πτυχή της αλλαγής του κλίµατος αποτελεί η µείωση των ενεργειακών απαιτήσεων για θέρµανση που προβλέπεται για τη χειµερινή περίοδο.
Μεταβολές αναµένονται επίσης ως προς τις ακραίες τιµές της βροχόπτωσης. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη Β∆ Μακεδονία η µέγιστη ποσότητα του νερού που κατακρηµνίζεται σε διάστηµα έως 3 ηµέρες αναµένεται να αυξηθεί σε ποσοστό έως 30%, ενώ στη ∆υτική Ελλάδα αναµένεται να µειωθεί σε ποσοστό έως 20%.
Σε αντιδιαστολή µε τις πληµµυρικές περιόδους, οι µεγαλύτερες αυξήσεις της διάρκειας των ξηρών περιόδων θα σηµειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη Βόρεια Κρήτη, όπου αναµένονται 20 επιπλέον ηµέρες ξηρασίας µέχρι το 2021-2050 και µέχρι 40 επιπλέον ηµέρες το 2071-2100.
Αναµένεται ότι η µεταβολή των κλιµατικών συνθηκών θα αυξήσει σηµαντικά τον αριθµό των ηµερών µε εξαιρετικά αυξηµένο κίνδυνο πυρκαγιάς, κατά 40 ηµέρες το 2071 - 2100 σε όλη την Ανατολική Ελλάδα από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο, ενώ µικρότερες αυξήσεις αναµένονται στη ∆υτική Ελλάδα.
Οικονομικές επιπτώσεις
Ποιες είναι οι οικονομικές επιπτώσεις όλων αυτών των αλλαγών; Η μελέτη τις υπολόγισε με βάση τρία σενάρια.
Το δυσµενέστερο σενάριο από πλευράς έντασης της ανθρωπογενούς κλιµατικής µεταβολής αντιστοιχεί σε ανυπαρξία κάθε δράσης για µείωση των ανθρωπογενών εκποµπών των αερίων που το προκαλούν και χαρακτηρίστηκε στην Έκθεση ως Σενάριο Μη ∆ράσης. Στην περίπτωση του σεναρίου αυτού υπολογίζεται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδος θα µειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100.
Το συνολικό σωρευτικό κόστος του Σεναρίου Μη ∆ράσης για την ελληνική οικονοµία, για το χρονικό διάστηµα έως το 2100, εκφρασµένο ως µείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιµές του 2008).
Στο Σενάριο Μετριασµού, σύµφωνα µε το οποίο η Ελλάδα µειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσµιας προσπάθειας, µε αποτέλεσµα η αύξηση της µέσης θερµοκρασίας να περιοριστεί στους 2 oC, το συνολικό σωρευτικό κόστος για το χρονικό διάστηµα έως το 2100, εκφρασµένο ως απώλεια ΑΕΠ, προκύπτει ίσο µε 436 δισ. Ευρώ (σταθερές τιµές του 2008).
Στο Σενάριο Προσαρµογής το άθροισµα του κόστους που συνεπάγονται για την οικονοµία τα µέτρα προσαρµογής (510 δισ. ευρώ) και του κόστους που οφείλεται στις (περιορισµένες) ζηµίες εξαιτίας της κλιµατικής αλλαγής σε 577 δισ. ευρώ (σταθερές τιµές του 2008), σωρευτικά µέχρι το 2100.
Τουρισμος
Οι υψηλές θερµοκρασίες, τα ακραία καιρικά φαινόµενα, η ανακατανοµή ή και έλλειψη υδάτινων πόρων, καθώς και η άνοδος της στάθµης της θάλασσας είναι µόνο µερικές από τις φυσικές επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής, που αναµένεται να επηρεάσουν σηµαντικά τον κλάδο του τουρισµού και γι’ αυτό κρίθηκε σκόπιμο να εκπονηθεί ξεχωριστή μελέτη. Στο προοίμιο της γίνεται αναφορά σε εκθέσεις που αποδεικνύονται επίκαιρες. Συγκεκριμένα, έρευνες της Deutsche Bank και του Παγκόσµιου Οργανισµού Τουρισµού (WTO) προέβλεπαν από τότε (2014) ανακατανοµή των τουριστικών αφίξεων υπέρ χωρών µε χαµηλότερες µέσες εαρινές θερµοκρασίες, όπως οι χώρες της Βαλτικής, της Benelux και της Σκανδιναβίας, και εις βάρος των µεσογειακών χωρών.
Από την πρώτη μελέτη της ΕΜΕΚΑ είχε εκτιμηθεί ότι η αύξηση του λειτουργικού κόστους των ξενοδοχειακών µονάδων κατά τη διαδικασία προσαρµογής στην κλιµατική αλλαγή, θα είναι περίπου 5-7% ετησίως, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη να αναπτυχθεί µακροχρόνιος στρατηγικός σχεδιασµός για τον ελληνικό Τουρισµό µε τη συνεργασία της Πολιτείας και των εκπροσώπων του κλάδου.
Ένα από τα βασικά συμπέρασματα της μελέτης για τον Τουρισμό είναι ότι η συχνότητα εµφάνισης αποπνικτικών συνθηκών είναι πιθανόν να αυξηθεί κατά τους µήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέµβριο σε ποσοστό της τάξης του 20% κατά τις προσεχείς δεκαετίες, ενώ αναµένεται η µετατόπιση θερµικά άνετων συνθηκών από τον Μάιο στον Απρίλιο και από τον Σεπτέµβριο στον Οκτώβριο. Τα παραπάνω αναµένεται να έχουν σηµαντικές επιπτώσεις στον ηλιοτροπικό τουρισµό της χώρας, ο οποίος επί του παρόντος είναι άµεσα συνυφασµένος µε τους καλοκαιρινούς µήνες.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι στο µέλλον ο ηλιοτροπικός τουρισµός της Ελλάδος θα λαµβάνει χώρα σε περιόδους εκτός της σηµερινής περιόδου υψηλής ζήτησης, αποκτώντας χαρακτηριστικά ανάλογα µε αυτά που επικρατούν σήµερα σε θερµότερες τουριστικές περιοχές του πλανήτη, όπως π.χ. τα θέρετρα της Ερυθράς Θάλασσας, της Ινδίας και του Περσικού Κόλπου.
Κάτι τέτοιο βεβαίως θα απαιτήσει και την προσαρµογή της ελληνικής τουριστικής προσφοράς και τη χάραξη αντίστοιχης πολιτικής σε µια νέα βάση.