«Κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων, πέραν της αναγραφής της παλαιάς και της νέας τιμής των αγαθών και των υπηρεσιών που πωλούνται με έκπτωση, επιτρέπεται και η αναγραφή και η εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης.
Εάν η μείωση της τιμής ισχύει μόνο για καταναλωτές, που διαθέτουν κάρτα πιστότητας του καταστήματος, τότε θα πρέπει να αναγράφεται, καθαρά, στην επικοινωνία μείωσης της τιμής, ότι αυτή ισχύει, μόνο σε συνδυασμό με τη χρήση της κάρτας.
Εάν η μείωση της τιμής αφορά μια ειδική ομάδα καταναλωτών, αυτό πρέπει να αναγράφεται, καθαρά, δίπλα στην τιμή του προϊόντος.
Εάν η μειωμένη τιμή ισχύει για συγκεκριμένο τύπο προϊόντος (π.χ. συγκεκριμένο χρώμα, μέγεθος κ.λπ.), θα πρέπει να υπάρχει σαφής αναφορά ότι: «Είναι διαθέσιμο σε άλλα χρώματα/μεγέθη, σε αυξημένη τιμή».
Όταν διαφημίζεται μια ενιαία έκπτωση (π.χ. μισή τιμή, -50% κ.λπ.), τα αντικείμενα, που εξαιρούνται, από αυτά τα ποσοστά, πρέπει να αναγράφονται, σαφώς, στη διαφήμιση.
Εάν η συσκευασία φέρει μείωση τιμής, αυτή πρέπει να αποτυπώνεται, σε αντίστοιχη ένδειξη, πάνω σε πινακίδα.
Για τα εποχιακά προϊόντα δεν νοείται σύγκριση, με τις τιμές που έχουν, όταν είναι εκτός εποχής.
Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται και προβάλλεται η μειωμένη τιμή, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και να είναι ακριβής.
Οι υπεύθυνοι των σημείων πώλησης, σε περίπτωση ελέγχου, πρέπει να είναι, σε θέση να αποδείξουν ότι η παλιά τιμή πώλησης, που αναγράφεται, στην πινακίδα, ανταποκρίνεται, στην πραγματικότητα.
Στις περιόδους εκπτώσεων ή προσφορών, τα καταστήματα STOCK ή OUTLET πρέπει να αναγράφουν στις πινακίδες, όλες τις ενδιάμεσες τιμές, διαγραμμένες και με έντονη γραφή τη νέα μειωμένη τιμή του προϊόντος, Σε οποιαδήποτε άλλη εμπορική επικοινωνία, με τον καταναλωτή, μπορούν να χρησιμοποιούν μόνον τις λέξεις «εκπτώσεις» και «προσφορές».
Τα καταστήματα STOCK ή OUTLET πρέπει να αναφέρουν, στις πινακίδες τους και σε κάθε επικοινωνία, με τον καταναλωτή, μαζί με τον τιμή την κατηγορία που ανήκει το προϊόν (όπως αναφέρονταν παραπάνω).
Σε περίπτωση ελαττωματικού προϊόντος, πρέπει να σημειώνεται το ελάττωμα, κατά τρόπο σαφή, πάνω στο προϊόν». ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΩΝ
ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
«Οι καταστηματάρχες είναι υποχρεωμένοι να αλλάζουν τα προϊόντα τα οποία παρουσιάζουν ελάττωμα και αγοράστηκαν την περίοδο των εκπτώσεων. Ο έμπορος μπορεί να αρνηθεί αλλαγή ελαττωματικού είδους, μόνο εάν το προϊόν είναι σε τιμή προσφοράς, εξαιτίας του συγκεκριμένου ελαττώματος και εφόσον έχει ενημερώσει σχετικά τον καταναλωτή, πριν την αγορά, με ανάλογη πινακίδα.
Οι καταναλωτές δεν πρέπει να επηρεαζόμαστε, από τις διαφημίσεις.
Θα αποβεί πολύ χρήσιμο, εάν, πριν τις εκπτώσεις, επισκεφθούμε την αγορά, για να δούμε τις τιμές, πριν την έκπτωση και να επισημάνουμε τα είδη, που ενδιαφερόμαστε να αγοράσουμε.
Έτσι, θα έχουμε τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών, πριν και μετά την έκπτωση, καθώς και τη βεβαιότητα ότι το ποσό που αναγράφεται, ως τιμή, πριν την έκπτωση, είναι πραγματικό.
Πριν ξεκινήσουμε, για ψώνια, πρέπει να προγραμματίσουμε τις αγορές μας, σύμφωνα με τις πραγματικές μας ανάγκες, για να μην πέσουμε θύματα της υπερκατανάλωσης. Όσο φθηνό κι αν είναι κάτι, όταν δεν το χρειαζόμαστε, είναι περιττό και δεν έχουμε κανένα όφελος, από την αγορά του.
Πριν αγοράσουμε οτιδήποτε, πρέπει να κάνουμε έρευνα αγοράς, να συγκρίνουμε τιμές και ποιότητα προϊόντων, ώστε να επιλέξουμε, σωστά.
Πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα: Τις ενδείξεις ενιαίας έκπτωσης, στις βιτρίνες των καταστημάτων. Τα ποσοστά της έκπτωσης αφορούν καθορισμένες κατηγορίες ομοίων προϊόντων και όχι όλο το εμπόρευμα του καταστήματος. Πολλές φορές, στις βιτρίνες, αναγράφονται υψηλά ποσοστά εκπτώσεων και χρησιμοποιούνται, σαν «κράχτες». Όταν, όμως, μπαίνουμε, στο κατάστημα, αντιμετωπίζουμε διαφορετικά ποσοστά, συνήθως πολύ μικρότερα.
Αν αγοράζουμε προϊόντα, χρησιμοποιώντας κάρτα (πιστωτική ή χρεωστική), πρέπει να προσέχουμε κάθε λεπτομέρεια, για τους όρους, που διέπουν αυτή τη συναλλαγή.
Απαιτούμε απόδειξη πληρωμής, για κάθε αγορά μας. Μην ξεχνάμε ότι η απόδειξη είναι απαραίτητη, αν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, στο προϊόν, που αγοράσαμε.
Πρέπει να ελέγχουμε την ποιότητα και την προέλευση του είδους, που αγοράζουμε. Σύμφωνα με τον Ν. 2251/94 άρθρο 1, ο πωλητής οφείλει να παρέχει κάθε πληροφορία, σχετική με το προϊόν, που επιθυμούμε να αγοράσουμε.
Πρέπει να αποφεύγουμε τον συνωστισμό και τις ώρες αιχμής. Ανάμεσα στον πολύ κόσμο, υπάρχουν και μερικοί, που σκοπεύουν να «ελαφρύνουν» το δικό μας πορτοφόλι.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, για όλα τα είδη, που εκτίθενται, στις βιτρίνες των καταστημάτων, αναγράφεται, υποχρεωτικά, σε πινακίδα, η τιμή πώλησής τους. Εξαιρούνται, από αυτήν την υποχρέωση, τα είδη, που η τιμή τους ξεπερνά τις 2.000 ευρώ ή τα είδη κοσμηματοπωλείου, που πωλούνται πάνω από 1.000 ευρώ. Δυστυχώς, αρκετοί επαγγελματίες δεν εφαρμόζουν αυτήν τη διάταξη.
Καλούμε τους καταναλωτές να αποφεύγουν να κάνουν τις αγορές τους, από καταστήματα, που δεν σέβονται τα δικαιώματά μας, όπως αυτά αναλύονται παραπάνω.
Για περισσότερες πληροφορίες, για καταγγελίες κάθε μορφής «πλασματικής» έκπτωσης ή τυχόν προβλημάτων, μετά τις αγορές σας, απευθυνθείτε στο ΚΕ.Π.ΚΑ., στο τμήμα εξυπηρέτησης καταναλωτών: τηλ. 2310-233.333, ώρες 09:00 – 14:30».