Σύμφωνα με την κυβέρνηση, το σχέδιο «πατάει πάνω σε ήδη υφιστάμενη διάταξη (άρθρο 92 του ν. 4804/2021), που ψηφίστηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης με ευρεία πλειοψηφία».
«Η αρχική διάταξη προέβλεπε ότι δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών δεν έχουν τα πολιτικά κόμματα των οποίων ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος έχουν καταδικασθεί σε κάθειρξη για ορισμένα αδικήματα σε βάρος της πολιτείας. Η πρόσθετη αξία που εισφέρει η τωρινή τροπολογία καταλαμβάνει τις περιπτώσεις εκείνες που η ηγεσία του κόμματος είναι εικονική, δηλαδή έχουν τοποθετηθεί «αχυράνθρωποι» αλλά την πραγματική ηγεσία την ασκούν άλλα πρόσωπα που εμπίπτουν στους περιορισμού, δηλαδή έχουν ποινική καταδίκη» τονίζεται.
«Συμβατή με το Σύνταγμα»
Σύμφωνα με το ενημερωτικό της κυβέρνησης, η διάταξη «είναι απολύτως συμβατή με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», γιατί:
«Πρώτον, δεν παραβιάζει την αρχή αναλογικότητας διότι δεν εμποδίζει οποιονδήποτε έχει καταδικαστεί έστω για βαριά αδικήματα κατά της Πολιτείας να είναι υποψήφιος βουλευτής, είτε ανεξάρτητος είτε με πολιτικό κόμματα, παρά μόνο αποκλείεται αν είναι ο πραγματικός αρχηγός του κόμματος με το οποίο συμμετέχει στις εκλογές.
Δεύτερον, η Δημοκρατία δεν μπορεί να είναι απολύτως ανεκτική στους εχθρούς της. Όσους την επιβουλεύονται χρησιμοποιώντας την.
Τρίτον, δεν εξυπηρετείται η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στην περίπτωση της συγκρότησης ενός «κόμματος – κέλυφος», το οποίο δρα και λειτουργεί ως εγκληματική οργάνωση, αφενός μεν όταν η ηγετική ομάδα του κόμματος προβαίνει σε πράξεις με υψηλή ποινική απαξία, όπως έχει αποδειχθεί δικαστικά, έστω και πρωτοδίκως, αφετέρου δε, όταν η ποινική καταδίκη για συγκεκριμένα αδικήματα υποψηφίων βουλευτών, ιδρυτικών μελών και των διατελεσάντων αρχηγών του κόμματος, καταδεικνύει τη μη εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Τέταρτον, όπως έχει αναδείξει η Ολομέλεια του ΣτΕ (Απόφαση 518/2015), συνδέοντας τον σεβασμό της υποχρέωσης των κομμάτων να υπηρετούν τη δημοκρατία, ο κοινός νομοθέτης:
«δύναται... μέσα στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας και του σεβασμού του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος να θεσπίζει αρνητικές προϋποθέσεις, οι οποίες κωλύουν την παροχή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης, όχι μόνο για λόγους αφορώντες τη διαχείριση της ενίσχυσης αυτής εκ μέρους του δικαιούχου κόμματος... αλλά και για λόγους ουσιαστικούς, συναρτώμενους προς την εν γένει δράση αυτού, η οποία, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Πέμπτον, η διάταξη δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση των χαρακτηριστικών και της ιδεολογίας των κομμάτων, το οποίο θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου, και θα έβαζε τον Άρειο Πάγο στη θέση να αξιολογήσει την ουσία των θέσεων των κομμάτων με κίνδυνο υπερβολικής διεύρυνσης των περιορισμών.
Όπως εξηγεί η κυβέρνηση, με τη ρύθμιση «τίθεται φραγμός μόνον στο να συμμετέχουν στις εκλογές εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες εμφανίζονται με το ένδυμα πολιτικού κόμματος. Συγκεκριμένα, επεκτείνεται η υφιστάμενη ρύθμιση που απαγορεύει να συμμετέχουν στην ηγεσία πολιτικού κόμματος όσοι έχουν καταδικαστεί για ιδιαιτέρως απαξιωτικά αδικήματα σε βάρος της πολιτείας, περιλαμβανομένης όχι μόνο της εικονικής ηγεσίας αλλά και όσων ασκούν την πραγματική ηγεσία του κόμματος. Επιπλέον, κατά την ανακήρυξη συνδυασμών θα λαμβάνεται υπόψιν η τυχόν καταδίκη στελεχών των κομμάτων για τα αδικήματα αυτά».